Ο απατημένος σύζυγος…

on .

Όλα πήγαιναν καλά τα πρώτα χρόνια. Με αγάπη και όχι με συνοικέσιο ήλθαν «εις γάμου κοινωνία». Απόχτησαν και το πρώτο παιδί. Σιγά-σιγά όμως, κάτι δεν πήγαινε καλά στο ζευγάρι. Κάθε μέρα και πιο πολύ δύσκολη γινόταν η ζωή του συζύγου.
Η σύζυγος τη μια μέρα δεν είχε όρεξη, την άλλη κουρασμένη, την άλλη ήταν αδιάθετη, ώσπου στο τέλος πήρε την τελική απόφαση. «Δεν σε θέλω για σύζυγο, δεν σε κάμω κέφι, σε απεχθάνομαι, βρες φιλενάδα». Αιτία: Το έμπα - έβγα του κουμπάρου στο σπίτι τους. Ο σύζυγος όλη μέρα στη δουλειά, πού να πάρει χαμπάρι.
«Γυναίκα σκέψου καλά –ήταν η απάντησή του– γιατί η φιλενάδα έχει έξοδα τα οποία θα βαρύνουν τα οικονομικά του σπιτιού». Πολύ αστείο φαινόταν στη σύζυγο πως ο άνδρας της θα μπορούσε να βρει φιλενάδα. Το βδομαδιάτικο κάθε φορά που πληρώνονταν το κατέθετε σ’ αυτή για το κουμάντο και τα έξοδα του σπιτιού. Ο άνδρας της δεν κρατούσε λεφτά πάνω του και εκείνη κιόλας τη στιγμή ζητάει χιλιάρικο σαν πρώτη δόση να βγει στη φτωχογειτονιά, εκεί που εύκολα μπορούσε να βρει τη «λεία» του ικανοποιώντας τις σεξουαλικές του ανάγκες.
Η σύζυγος πρόθυμη τούδωσε το χιλιάρικο με τη σιγουριά πως γρήγορα θα γύριζε άπρακτος. Προχωρώντας λίγα μέτρα πιο κάτω από το σπίτι του ο σύζυγος, βρήκε την κουμπάρα, χαιρετήθηκαν και ρώτησε ο ένας τον άλλον πού πηγαίνει. Η κουμπάρα του’πε πως πάει σπίτι του στην κουμπάρα για καφέ για να πουν και καμιά κουβέντα. Τότε ο σύζυγος της διηγήθηκε τι συνέβηκε με τη γυναίκα του και πού πηγαίνει. Η κουμπάρα με πολλή προσοχή άκουσε όλα αυτά και κάπως διστακτική του λέει: «Μωρέ κουμπάρε, πού θα πας… και λεφτά θα δώσεις, αλλά θα έχεις και το φόβο να πάρεις και καμιά παλιοαρρώστεια». Σ’ αυτό έχεις δίκαιο κουμπάρα –της λέει– αλλά και τι πρέπει να γίνει;
Τότε η κουμπάρα, κάπως ντροπαλά, αλλά αποφασισμένη να πάρει το χιλιάρικο του κουμπάρου, του λέει: «Έλα να πάμε σπίτι μου, μωρέ κουμπάρε, γιατί να το πάρει άλλη το χιλιάρικο;». Πολύ σωστά –ήταν η απάντηση του κουμπάρου– γιατί να τα πάρει άλλη τα λεφτά και  όχι δικός μας άνθρωπος.
Πήγαν, τελείωσαν με την άνεσή τους και γύρισε σπίτι του νωρίς. Σαν το είδε η γυναίκα του χαμογέλασε –σίγουρη πλέον ότι γύρισε άπρακτος– και του λέει: «Κάπως γρήγορα δε γύρισες μωρέ άνδρα;». Α, δεν άργησα, της λέει, γιατί βρήκα την κουμπάρα εδώ πιο κάτω που ερχόταν σπίτι μας και αφού της είπα πού πηγαίνω, με πήρε σπίτι της και έτσι το χιλιάρικο πήγε σε δικό μας άνθρωπο, χωρίς να έχω και το φόβο από καμιά αρρώστια. Τότε η γυναίκα του ταραγμένη, σαν να την έχει χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα του λέει:
«Αλήθεια μωρέ άνδρα καταδέχτηκε η κουμπάρα να σου πάρει το χιλιάρικο με μια φορά που πήγες;». Και ο σύζυγος νευριασμένος της λέει: «Γιατί βρε γυναίκα να μην το πάρει το χιλιάρικο, άλλωστε γι’ αυτό το σκοπό δεν ήταν;».
Τότε η σύζυγος μετανοιωμένη για την πράξη της του απαντάει: «Αμ εγώ του κουμπάρου τόσα χρόνια δεν του πήρα φράγκο και αυτή με μια φορά που πήγες καταδέχτηκε και σου πήρε λεφτά;»!

ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΛΑΤΩΝΑΣ