Το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας…

on .

Είθισται την Κυριακή της Ορθοδοξίας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να παραθέτει επίσημο γεύμα στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας. Εφέτος η καθιερωμένη αυτή εκδήλωση διανθίστηκε από την απονομή στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο εκ μέρους του Προέδρου «του Παράσημου του Μεγαλόσταυρου του Τάγματος της Τιμής» για το «πολύπλευρο έργο του» και «ιδίως -όπως είπε στην προσφώνησή του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας- ως προς το κοινωνικό έργο το οποίο αντα ποκρίνεται στις αρχές και τις αξίες της Εκκλησίας μας, κινούμενο στο πλαίσιο των ευαγγελικών επιταγών από το Αγαπάτε αλλήλους έως το αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Στο σημείο αυτό, ως προς τους λόγους της απονομής του Παράσημου, σχετικά με το κοινωνικό έργο του Αρχιεπισκόπου και την επίκληση «των ευαγγελικών επιταγών», έχω την εντύπωση ότι κάπου τα μπέρδεψε ο Πρόεδρος. Και τούτο διότι άλλες ήταν οι συνθήκες την εποχή των Ευαγγελίων, οπότε διατυπώθηκαν οι σχετικές Ευαγγελικές επιταγές, άλλες είναι οι συνθήκες σήμερα, τουλάχιστον για ένα οργανωμένο και ευνομούμενο κράτος, που διαθέτει τις απαραίτητες υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, που εφαρμόζει τη συνταγματική επιταγή περί ισότητας των πολιτών ως προς τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα, ανάμεσα στα οποία το πρωταρχικό δικαίωμα της εργασίας και της εξασφάλισης των απαραίτητων προς το ζην, σε συνθήκες σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, και όχι σε συνθήκες φτωχοποίησης και κοινωνικής εξαθλίωσης, που ανοίγουν το δρόμο για παροχή της λεγόμενης «φιλανθρωπίας», από οπουδήποτε αυτή κι αν προέρχεται. Αυτό δυστυχώς συμβαίνει και σήμερα στον τόπο μας.
Προσωπικά σέβομαι κάθε άποψη που διατυπώνεται από οποιονδήποτε πολίτη, πόσο μάλλον, όταν αυτή διατυπώνεται από τον πρώτο πολίτη της χώρας. Αρκεί όμως να βασίζεται σε απαραίτητα κοινωνικά και ηθικά ερείσματα, με γνώμονα το σεβασμό της προσωπικότητας του ανθρώπου, προϋπόθεση εκ των ουκ άνευ, για να γίνεται αποδεκτή και από την επίσημη επιστημονική σκέψη και την κοινωνική αντίληψη της εποχής μας. Αυτά ήταν τα βασικά διδάγματα που αποθησαύρισα από τη φοίτησή μου στο Πανεπιστήμιο, στο οποίο παρακολούθησα τη διδασκαλία ενός σοφού επιστήμονα, πραγματικού φιλόσοφου της ζωής, του καθηγητή της Φιλοσοφίας Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλου. Όταν δίδασκε, κατακλυζόταν το Αμφιθέατρο από φοιτητές όλων των Σχολών και όταν τον ακούγαμε να αναπτύσσει βασικά και ενδιαφέροντα θέματα, επαναλαμβάναμε στις συζητήσεις που ακολουθούσαν τη διδασκαλία, την άποψη του Ομήρου για το Νέστορα: «του και από γλώττης μέλιτος γλυκίων ρέεν αυδή» (από το στόμα του έρρεε ο λόγος πιο γλυκός και από το μέλι). Σε μάγευε κυριολεκτικά με τη διδασκαλία του.
Τέτοια μαγεία νιώσαμε στα «Μαθήματα Φιλοσοφίας της Ιστορίας και του Πολιτισμού», στο ενδιαφέρον κεφάλαιο «ο ρόλος της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο». Εκεί ακούσαμε απόψεις οι οποίες αρχικά μας ξένισαν κάπως, ιδιαίτερα τους καταγόμενους από την επαρχία με τις παραδοσιακές αντιλήψεις της εποχής εκείνης. Τελικά όμως τις ασπαστήκαμε και μας έγιναν σωτήρια βιώματα στη ζωή μας. Παραθέτω εκείνες τις απόψεις αυτούσιες από το σχετικό βιβλίο του, γιατί πιστεύω πως διατηρούν μέχρι σήμερα την επικαιρότητά τους, μολονότι ξέρω ότι θα ξενίσουν μερικούς:
«Υπάρχει -γράφει- μια χτυπητή διαφορά μεταξύ της σημερινής και της παλιάς Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η παλιά Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν μαχόμενη και δυναμική, ενώ η σύγχρονη είναι απόλεμη και στατική. Η παλιά Ορθόδοξη Εκκλησία έδινε απάντηση στη μεταφυσική ,θρησκευτική ανάγκη του ανθρώπου και είχε βαθύτερη σχέση με την ελληνική φιλοσοφία και τα ελληνικά γράμματα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι η Εκκλησία για να αποκτήσει κινητικότητα πρέπει να γίνει κοινωνική, δηλαδή να ανταποκριθεί με τη βοήθειά της στις κοινωνικές α- ανάγκες του ανθρώπου. Όμως το έργο τούτο καλύπτεται, πρέπει να καλύπτεται σήμερα και μάλιστα προγραμματισμένα απ’ την Πολιτεία. Η κοινωνική δραστηριότητα της Εκκλησίας όσο κι αν αναπτυχθεί, δεν θα δικαιώσει ποτέ την Εκκλησία, η αποστολή της οποίας είναι καθαρά πνευματική, μυστηριακή.
Όσο μάλιστα πιο κοινωνική γίνεται η Εκκλησία, τόσο πιο πολύ απομακρύνεται απ’ την πνευματική της αποστολή. Όταν η Εκκλησία δεν έχει πνεύμα, τότε προσπαθεί να γίνει κοινωνική, όχι τόσο για να σώσει, αλλά για να σωθεί η ίδια. Καμιά αναγέννηση της Εκκλησίας δεν είναι δυνατόν να γίνει χωρίς πνεύμα».
Μόνο τη Μητρόπολη Ιωαννίνων να λάβουμε υπόψη, μπορούμε άνετα να δικαιώσουμε τις παραπάνω απόψεις. Τόσα χρόνια, στο βωμό της κοινωνικότητας, έκανε «μνημόσυνα» με ξένα «κόλλυβα». Τώρα ούτε «μνημόσυνα» μπορεί να κάνει γιατί τα ξένα «κόλλυβα» φρόντισε να τα εξαφανίσει.
Όσοι πάντως διαφωνείτε με τις απόψεις του Θεοδωρακόπουλου δεν έχετε παρά να ασπαστείτε τις απόψεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως αυτές διατυπώνονται στην προαναφερόμενη προσφώνησή του. Είναι, άλλωστε, προσαρμοσμένες στο πνεύμα του καιρού μας και του τόπου μας και βολεύουν τις επικρατούσες, επί χρόνια, κρατικές αντιλήψεις για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων στα πλαίσια του «πολλαχόθεν» προσφερόμενου -και πολλαπλώς αμειβόμενου - «κοινωνικού έργου». Στην περίπτωση αυτή όμως δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για κοινωνικό κράτος, αλλά για κράτος επαιτείας, απαράδεκτο στη σύγχρονη προοδευμένη κοινωνία μας.
ΣΠΥΡΟΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ