Τώρα που θ’ ανοίξουν τα κλειστά σχολεία…

on .

Εκλογές έχουμε φέτος σε λίγες μέρες. Κι όπως είναι φυσικό φέρνουν αναστάτωση, κινητοποίηση, ευαισθησίες, υποσχέσεις, φιλοδοξίες, ελπίδες και… και… και…
Για τους δασκάλους φέρουν… χαρά! Γιατί έστω και για λίγο θα ανοίξουν τα κατάκλειστα σχολεία, αφού συνήθεια παλιά τα θέλει εκλογικά κέντρα!
Με μεγάλη χαρά παρακολούθησα από το καλοκαίρι μέχρι τελευταία τις ενέργειες του Δήμου για την αποκατάσταση καιδιάσωση τελικά των πέτρινων τοξοτών γεφυριών του Ζαγορίου. Είναι τα στολίδια μας, είναι η Ιστορία μας!
Με λύπη και παράπονο όμως δεν είδα το ίδιο ενδιαφέρον, καμιά ενέργεια, κανένα πρόγραμμα για την τύχη των πέτρινων σχολείων μας.
Όπως είναι γνωστό σε κάθε χωριό, ακόμη και στο πιο μικρό, οι παλιοί εκείνοι Ζαγορίσιοι είχαν φροντίσει μαζί με την εκκλησία, στο κέντρο συνήθως του χωριού, στο μεσοχώρι, να υψώσουν και το Σχολείο, μοναδικό μέσο μόρφωσης και αγωγής του καιρού. Κι είναι τα σχολεία πέτρινα οικοδομήματα ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής που ξεχωρίζουν από τα άλλα σπίτια.
Από τις πανύψηλες και ηλιόλουστες αίθουσές τους πέρασαν -και ποιοι αλήθεια δεν πέρασαν- όλοι οι σπουδαίοι άνθρωποι που διέπρεψαν στις επιστήμες, την πολιτική και τον πολιτισμό γενικότερα, αλλά κι όλοι, ανεξαιρέτως όλοι, όσοι ασχολήθηκαν και συνεχίζουν να ασχολούνται με τη γη τους φυλαχτάδες μέχρι σήμερα.
Σε μερικά χωριά όπου ο τόπος το επέτρεπε στήθηκαν σχολεία αληθινά συγκροτήματα, με στέρνες, σχολικό κήπο, χώρο για γυμναστική…
Για τους δασκάλους που φυλάκισαν στις αίθουσές τους τα όνειρά τους, που ξόδεψαν χωρίς φειδώ τις γνώσεις τους και τη ζωή τους, που η φροντίδα τους γι’ αυτά ήταν σαν του σπιτιού τους, ολοχρονίς γιορτές και καθημερινές, ο πόνος γι’ αυτά τα σχολεία είναι αμέρωτος.
Κι είναι αμέρωτος γιατί τα βλέπεις σήμερα βουβά και κατάκλειστα. Κι έρχονται στο νου σου οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, κι ας είχαν το ξύλο για τη σόμπα «παραμάσκαλα» και την πάνινη σάκα με τα λιγοστά τετράδια, το κονδύλι και την πλάκα και τα χίλια όνειρα, περασμένη στους ντελικάτους ώμους.
Κι εκεί τους καρτερούσε μ’ ανοιχτή αγκαλιά ένας ήρωας δάσκαλος, αξέχαστος μέχρι σήμερα στη μνήμη τους και στην καρδιά τους.
Κατάκλειστα, βουβά κι έρημα στέκονται εκεί σήμερα. Μερικά δεν έχουν έστω μια ταμπέλα «Δημοτικό Σχολείο» και συμπεραίνουν ότι είναι σχολείο από τα μεγάλα παραθύρια που έμπαινε, εκτός από το φως του ήλιου και της γνώσης το φως.
Χάσκουν ορθάνοιχτες οι πόρτες της αυλής, δημόσια ουρητήρια. Σαρακωμένα τα πατώματα, καθώς ανενόχλητο το σαράκι συνεχίζει το δρόμο του.
Ήθελα νά ξερα αν κάποιος «μεγάλος» τα επισκέφτηκε ποτέ. Αν έβαλε ποτέ στο πρόγραμμά του μια επίσκεψη στα πέτρινα σχολικά κτίρια. Για να καταγράψει τις ανάγκες τους και να τα εντάξει σε κάποιο πρόγραμμα κι όχι απλώς να γεμίσει το δεφτέρι του και τους κατοίκους με υποσχέσεις.
Οι ξένοι, οι τουρίστες ενδιαφέρονται. «Μπορούμε να δούμε το σχολείο;» ρωτούν. Δύσκολο. Ποιος έχει το κλειδί κι αν μπορεί ν’ ανοίξει! Κοντοστέκονται. Κοιτάζουν με περιέργεια μέσα απ’ τα παραθύρια, φωτογραφίζουν. Απορούν για την εγκατάλειψη. Είναι δυνατόν; Πώς άνθισε αυτός ο πολιτισμός; Αυτοφυής υπήρξε; Ναοί μάθησης και γνώσης παρατημένοι; Κι αν πάρουν φωτιά, κι αν τα διαρρήξουν, κι αν έφυγε καμιά πλάκα στη σκεπή, κι αν έχουν καμιά σταλαξιά;
Τυχερά τα χωριά που έχουν ανθρώπους μοναχικούς, ευαίσθητους, που μερικά τα έχουν μετατρέψει σε μουσεία ή χώρους χρήσιμους. Είναι «ανοιχτά», κι αυτό είναι σπουδαίο και θέλει βοήθεια και συμπαράσταση και ένα πρόγραμμα ν’ ανοίξουν και τ’ άλλα με κάποιου είδους μορφή!
Γιατί αλήθεια, τι καρτεράμε; Να σωριαστεί κάποιο για να μας πνίξει ο κουρνιαχτός και να αναζητήσουμε κάποιο πρόγραμμα. Τότε, κατόπιν εορτής, σαν το γεφύρι της Πλάκας; Να γίνουν «λιθοσουργιά» κι ύστερα να ψάχνουμε για ευθύνες, κι άντε να «αναστηθούν» και πότε; Τι καρτεράμε για να ζωντανέψουν οι ευαισθησίες μας και να καθησυχάσουν οι ενοχές κι η αδιαφορία μας; Τα σχολεία κανέναν δεν ενοχλούν. Στέκουν εκεί βουβά απομεινάρια. Πορεύονται αμίλητα. Ως πότε;
Σπουδαίο το ενδιαφέρον για τα πέτρινα γεφύρια μας. Αλλά προτού τα διαβούν με τα καλοπεταλωμένα μουλάρια τους άντρες μεστωμένοι για την ξενιτιά, με τα καραβάνια του Ρόβα και των άλλων κυρατζήδων, διάβηκαν ξυπόλητα ή με τα γουρνοτσάρουχα, της γνώσης τα μονοπάτια που οδηγούσαν στο σχολείο, με βροχές κι ανεμοσούρια.
Τώρα απόκαμαν να καρτερούν. Όλα άχρηστα; Παλιόχαρτα; Παλιοσίδερα; Παλιοσυναισθήματα; Παλιοαναμνήσεις; Όλα για πέταμα;
ΕΛΕΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ-ΔΟΥΒΛΗ