Ο ντεσκερές και η ιστορία του…

on .

Μόλις κάποιος βγαίνει στη σύνταξη, από την πρώτη κιόλας μέρα η σύζυγος -νοικοκυρά- του έχει έτοιμη μια λίστα -μεγάλη ή μικρή- με τα ψώνια της ημέρας.
Του αναθέτει με λίγα λόγια αμέσως δύο υπουργεία, των εξωτερικών και των οικονομικών, που είναι και το σημαντικότερο. Εάν το υπουργείο Οικονομικών πάει καλά, τότε ουδέν πρόβλημα, Εάν όμως είναι σαν της αφεντιάς μου, με 9.663 ημερομίσθια να παίρνεις σύνταξη από το Τ.Α.Τ. (Ταμείο Τυπογράφων) -σήμερα- 487 ευρώ, τότε «κλάφτα Χαράλαμπε». (Οι διαμαρτυρίες και τα παράπονά μου δεν βρήκαν καμιά ανταπόκριση, διότι λένε είμαι παλιός συνταξιούχος και εμείς οι παλιοί συνταξιούχοι δεν πρέπει να τρώμε και πολύ).
Ευτυχώς τα σούπερ μάρκετ έχουν όλα ό,τι χρειάζεται η νοικοκυρά στην κουζίνα. Τα παράπονα όμως της γυναίκας και οι παρατηρήσεις –μέχρι να τις συνηθίσει κανείς- πάνε βροχή. «Το κρέας έχει πολύ λίπος, σε γέλασαν. Τα ψάρια δεν τα βλέπω και τόσο φρέσκα, αλλά και το τυρί δεν το βλέπω της προκοπής, και αλμυρό είναι και λίγο μυρωδιά έχει». (Αμ βαρελίσιο είναι το βλογημένο βρε γυναίκα τι να σου κάνει; Άλλα τυριά βλέπεις είναι απρόσιτα).
Και αρχίζει: «Τα ξέχασες μωρέ άνδρα, τι μας είπε ο γιατρός; Όχι λίπη, όχι αλμυρά, ακόμα και τα αυγά και η ζάχαρη να είναι λιγοστά γιατί η χολιστερίνη δεν αστειεύεται, θα μας ανοίξει καμιά ιστορία στην καρδιά».
Αφού λοιπόν είχα περάσει πολλές φορές πέρα δώθε από το σούπερ μάρκετ, πότε με δυο και πότε με τρεις τσάντες έξω από το σπίτι του φίλου μου και γείτονα Γιάννη, συνταξιούχος και αυτός του Τ.Σ.Α. (άλλο ανεπρόκοπο ταμείο και αυτό), ο οποίος απεβίωσε πρόσφατα – με σταματά και μου λέει: «Σήμερα βλέπω, Πλάτωνα, μεγάλο ντεσκερέ σούδωσε η γυναίκα»!
Στο άκουσμα της λέξης «ντεσκερέ» ακούμπησα τις τσάντες στο πεζοδρόμιο να πάρω μια ανάσα και του λέω: «Πω, πω, βρε Γιάννη, πάνω από εξήντα χρόνια έχω να ακούσω τη λέξη “ντεσκερές”, πάνω από εξήντα χρόνια με γύρισες πίσω».
Ήταν τότε που ήμουνα δασκαλοπαίδι στον μακαρίτη το δάσκαλό μου Γρηγόρη Τσίτο που στις 23 Ιουλίου το 1943 την ημέρα που οι Γερμανοί καίγανε το χωριό μου Χίνκα, συνελήφθη από τους Γερμανούς μαζί με έξι – επτά άλλους χωριανούς. Την ίδια μέρα στην πλατεία του χωριού μου εκτέλεσαν επί τόπου τον παπα-Θύμιο με δυο άλλους χωριανούς, τον δε δάσκαλό μου τον πήραν μαζί τους και τον εκτέλεσαν δια απαγχονισμού στην Φλώρινα, διότι βρήκαν πάνω του γράμματα που έδειχναν ότι συνεργάζονταν με τις εθνικές ομάδες του ΕΔΕΣ (Ν. Ζέρβα), τα δε υπόλοιπα δυο – τρία άτομα κατέληξαν στα υπόγεια της Ζωσ. Σχολής. Αυτά για την ιστορία!..
Τότε ήταν που κάθε μέρα με ρωτούσε η μακαρίτισσα η μάνα μου: «σούδωσε το ντεσκερέ ο δάσκαλος; Γιατί θα πάει ο πατέρας σου αυτές τις μέρες στα Γιάννενα να σου πάρει τα βιβλία».
Ποια βιβλία; Ένα αναγνωστικό, ένα βιβλίο θρησκευτικών (ιερά ιστορία το λέγαμε τότε), επτά – οκτώ τετράδια και μια πλάκα, μελάνι και πένες αγοράζαμε από τον μπακάλη του χωριού, τον μπάρμπα Γιάννη, πληρώνοντας με αυγά, Αυτός ήταν ο ντεσκερές!..
Όλα τα μαθήματα γράφονταν από το δάσκαλο στον πίνακα και εμείς τα αντιγράφαμε στα τετράδια και τα διαβάζαμε κατόπιν από αυτά.
Αυτά ήταν τα βιβλία!.. Ο μεγάλος βραχνάς ήταν η πλάκα και το καλαμάρι με το μελάνι. Πέντε – έξι παιδιά στο κάθε θρανίο και από το σπρωξίδι έπεφτε το καλαμάρι κάτω, η πλάκα έσπαγε και αυτή από το συνωστισμό και τις κινήσεις που κάναμε.
Τι να σου κάνει ένας δάσκαλος για να κουμαντάρει ογδόντα παιδιά; Το σχολείο λειτουργούσε πρωί και απόγευμα, μέχρι να πάμε σπίτι να φάμε ένα ξεροκόμματο, νταν – νταν η καμπάνα και ξανά στο σχολείο. Για το μελάνι που χύνονταν μικρό το κακό, αλλά το σπάσιμο της πλάκας είχε και συνέπειες γιατί σε περίμενε ξύλο στο σπίτι.
Αυτά για την ιστορία του ντεσκερέ, για να μαθαίνουν οι νέοι μας που ζούνε στην εποχή της ευημερίας, στην εποχή των παχιών αγελάδων και πηγαίνουν στο σχολείο φορτωμένοι με πέντε – έξι κιλά βιβλία και αυτά δωρεάν από την Πολιτεία, εκτός από το χαρτζιλίκι από τους γονείς για να πάρουν στο διάλειμμα κάτι από το κυλικείο. Πώς αλλάζουν οι καιροί!..
(Υ.Γ.: Δεν υπάρχει σήμερα Ταμείο Τυπογράφων, μας πήρε το ΙΚΑ).
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΛΑΤΩΝΑΣ