Και το ψωμί, ψωμάκι…

on .

- Γράφει η ΤΖΕΝΝΥ Π. ΣΙΑΜΑΛΕΚΑ

Σαν βγεις στον πηγεμό για τα Τζουμέρκα δεν υπάρχει περίπτωση να μην κάνεις μια στάση στο φούρνο της Βασιλικής Σύμπα (μόλις φτάνουμε στο Κουτσελιό, δεξιά, ακριβώς απέναντι από το σχολείο)…

Γιατί, πώς να το κάνουμε, το Πετροβούνι που θ’ ανέβεις δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί να εφοδιαστείς με μπινελικάκια και ξηρά τροφή. Αλλιώς οι ατέλειωτες στροφές θα σε ξελιγώσουν. Και όχι μόνο. Ποτάμια θα διασχίσεις, γιοφύρια θα διαβείς, χωριά πανέμορφα και βρύσες πετρόχτιστες θ’ απαντήσεις… Και κιόσκια σε στρατηγικά σημεία της διαδρομής, που σε

προκαλούν.
-Κάτσε ρε άνθρωπε σου λένε, μη βιάζεσαι. Μη μας προσπερνάς. Κάτσε να θαυμάσεις! Ο Ύψιστος δεν τα’φτιαξε για να περάσει την ώρα του δημιουργικά… Για μας τα’κανε. Για το αχάριστο το ποίμνιό του. Πιάσε άκρη και δέσε χειρόφρενο. Κατέβα να φχαριστηθείς μέχρι εκεί που μπορεί να ταξιδέψει το βλέμμα σου, αυτό το μαγικό τοπίο που λέγεται Τζουμέρκα και όμοιό του δεν θα βρεις πουθενά.
Χαράδρες ατέλειωτες που σου προκαλούν δέος… Κι ο Άραχθος στο βάθος ορμητικός, τόσο, που το βουητό του φτάνει μέχρι το δρόμο! Υποχθόνιο ποτάμι, σχεδόν απόκοσμο.
Κάθε φορά που αγναντεύω το γκρεμό, ακριβώς απέναντι από το Μοναστήρι της Τσιούκας, νιώθω χωρίς να το θέλω, ένα σφίξιμο στην καρδιά. Είναι το σημείο «μηδέν» που γλίστρησε το λεωφορείο, την παραμονή των Χριστουγέννων, του 1958, ενώ ανέβαινε για τους Χουλιαράδες, παρασέρνοντας στο χάος 750 μέτρων, 29 ψυχές, που επέστρεφαν με τα ψώνια τους χαρούμενοι στα χωριά τους.

***
Τα Τζουμέρκα δεν είναι εύκολη υπόθεση γι’ αυτούς που ζουν μόνιμα στα χωριά. Αλλά πολύ περισσότερο γι’ αυτούς που τα κατοικούσαν χρόνια περασμένα… Χωρίς ευκολίες, χωρίς ηλεκτρικό, γιατρό, internet. Άνθρωποι μονάχοι. Σε μια ατέλειωτη κόντρα με τα στοιχειά της φύσης. Με μοναδικό εφόδιο, το φρόνημα. Το αδάμαστο φρόνημα των Τζουμερκιωτών.
Κι είναι στ’ αλήθεια αγαλίαση, όταν τα περιδιαβαίνεις στην άχλη του πρωινού και βλέπεις από τις καμινάδες των σπιτιών να υψώνεται καπνός.
Ωπ! -λες- τίποτα δε χάθηκε. Ζουν άνθρωποι εδώ που δεν πλανεύτηκαν από τις φρούδες υποσχέσεις της πόλης. Επιμένουν τόσο με τις καλλιέργειες, όσο πολύ περισσότερο με την κτηνοτροφία. Γιατί καλός είναι μεν ο εναλλακτικός Τουρισμός και τα έσοδα που αποδίδει… Αλλά όμως αυτά τα απρόσιτα και περήφανα (48 τον αριθμό) Τζουμερκοχώρια δεν πρέπει να καταλήξουν τουριστική ατραξιόν και εύκολη λεία του κάθε κερδοσκόπου επενδυτή.

***
Θες λοιπόν ο αμόλυντος αγέρας, κατ’ ευθείαν από τ’ Αθαμάνια, που σου αναπλάθει τα πνευμόνια… Θες οι πεζοπορίες στα μονοπάτια, που καρτερούν να σε φιλέψουν μανιτάρια, βότανα και βελανίδια… μπορεί και το προσάναμμα μιας γάστρας σε κάποιο μαγειργιό… Πάντως το σίγουρο είναι ότι θα πεινάσεις. Θα βάλεις ανυπόμονα το χέρι μέσα στο σακίδιο, για να τιμήσεις τις λιχουδιές, που προνόησες να πάρεις από το φούρνο.
Η Βασιλική Σύμπα, με πολύ μεράκι, φτιάχνει η ίδια στο εργαστήριό της, αφράτα τσουρέκια, τυρόψωμα, κρουασάν, μπουρεκάκια, πολύ νόστιμα σάντουιτς… Και το σημαντικότερο, φτιάχνει εξαιρετικό ζυμωτό ψωμί! Όποτε σταματώ στο φούρνο της, με εντυπωσιάζει η αγάπη της και η αφοσίωσή της για τη δουλειά της.
Στην εποχή μας που όλα τείνουν να βιομηχανοποιηθούν και να τυποποιηθούν, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι, που αντιστέκονται. Και μάλιστα όταν πρόκειται για το πολυτιμότερο διατροφικό μας αγαθό, το ψωμί!
Το αγαπάμε εμείς οι Έλληνες το ψωμί, κι ας λένε οι διατροφολόγοι ότι παχαίνει.
Όσα καλούδια και νάχει πάντα ένα τραπέζι, είτε είναι γιορταστικό, είτε καθημερινό, αν στο μικρό πανεράκι δεν υπάρχουν και λίγες φέτες φρέσκο ψωμί, νιώθεις ότι δεν είναι ολοκληρωμένο.
Αλλά και πένητας να είσαι. Όπως ήμασταν πολλοί από μας παλιότερες δεκαετίες, μεταπολεμικές… Μια μεγάλη φέτα ψωμιού, πασπαλισμένη με ζάχαρη και λίγες σταγόνες λάδι, σ’ έκανε χαρούμενο και χορτάτο! Τύφλα νάχει η Μερέντα. Ειδικά μάλιστα τα καλοκαίρια στο χωριό, που ξεθεωνόμασταν στο παιχνίδι και η στρογγυλή πίτα στη γάστα της γιαγιάς μας, μοσχοβολούσε σ’ όλο το μαχαλά.

***
Κάθε φούρνος είτε είναι στο χωριό, είτε στην πόλη, σηματοδοτεί την παράδοσή μας. Την Εστία. Το νόστο. Αυτόν τον νόστο που τόσο σκληρά πάλεψε με τα κύματα ο Οδυσσέας, για να ξαναδεί τον καπνό να βγαίνει από τα σπίτια της Ιθάκης.
Πριν από λίγα χρόνια, σε κάθε εκδρομή μου στα Ζαγόρια, έκανα πάντα μια στάση στους Κήπους. Όχι μόνο γιατί οι Κήποι είναι τόσο όμορφο χωριό, που θαρείς ότι βλέπεις καρτ ποστάλ… αλλά και γιατί φτάνοντας στην πλατεία με συνέπαιρνε η μυρωδιά του ψωμιού, που αργοψήνονταν στα ξύλα!
Ο φούρνος στους Κήπους τροφοδοτούσε όλα τα χωριά στο Κεντρικό Ζαγόρι κι έφτιαχνε το καλύτερο ψωμί που είχα δοκιμάσει ποτέ. Απ’ όσα γνώριζα, ο ιδιοκτήτης ήταν χρόνια μετανάστης στη Σουηδία και επέστρεψε στο χωριό του με σκοπό να επενδύσει στο φούρνο και στο αυθεντικό παραδοσιακό ψωμί. Δεν γνωρίζω τι μεσολάβησε και ο φούρνος δυστυχώς έκλεισε.
Το τρίτοξο γεφύρι είναι σταθερά στη θέση του. Οι ξενώνες συνεχίζουν να έχουν πελάτες… Αλλά εκείνη η εξαίσια μυρωδιά από το ψωμί που φούσκωνε στον ξυλόφουρνο, δεν πλανιέται πια στον αέρα.
Αντίθετα στα Πράμαντα ο φούρνος «Πάνος Χρήστος» συνεχίζει ευτυχώς, σταθερός την πορεία του. Φτιάχνει αληθινό ψωμί! Αυθεντικό! Αυτό που παλιά το λέγαμε «μπαστούνια». Χωρίς βελτιωτικά και προπαρασκευασμένες ύλες αρτοποιίας. Ψήνεται με μεράκι στα Πράμαντα και μοσχοβολάει μέχρι τους Χτιστάδες!

***
Στο χωριό μου, στον Κατσικά, είχαμε ανέκαθεν δύο φούρνους. Ο παλιότερος του Θ. Μπλάτζου και κατόπιν λειτούργησε και ο φούρνος του Μιχάλη Βαρτζιώτη. Έφτιαχναν και οι δύο ωραίο ψωμί, τα γνωστά μας «μπαστούνια»… Αλλά και αφράτα καρβέλια.
Η δουλειά τους ήταν κοπιαστική και απολύτως χειροποίητη, γιατί το ζυμωτήριο δεν είχε τις σημερινές ευκολίες. Όμως το αποτέλεσμα ήταν αληθινό, λαχταριστό ψωμί, που είχε τόση σχέση μ’ αυτά που πουλάνε σήμερα τα σούπερ – μάρκετ, όση σχέση έχει ο Βενιζέλος με τη Φώφη!
Ο φούρνος «Μπλάτζος» συνεχίζει την πορεία του, ως οικογενειακή επιχείρηση. Κι όταν τ’ απογεύματα του καλοκαιριού, ο Χρήστος Μπλάτζος ψήνει τις φοβερές του σοκολατόπιτες, επειδή είμαστε και γείτονες, νιώθω τη μύτη μου να συντρίβεται χάριν της ευωδίας!

***
Αισιοδοξώ ότι και στο μακρινό μέλλον, η πίστη μας κι ο σεβασμός μας στο χειροποίητο ψωμί δεν θα διαφοροποιηθεί. Προσδοκώ επίσης, ότι μέσα από τα σκληρά μαθήματα της τελευταίας δεκαετίας… από κείνη τη ζοφερή μέρα στις 23 Απρίλη του 2010, όταν ο ΓΑΠ βγήκε με φόντο το Καστελόριζο και μας πυροβόλησε εξ’ επαφής, ως χώρα και λαό, λέγοντάς μας ότι «ενεργοποίησε τον μηχανισμό στήριξης»! Κι ότι η Ελλάδα από ελεύθερη χώρα έγινε τσιφλίκι της Γερμανίας… Προσδοκώ λοιπόν τα παθήματα να’γιναν μαθήματα και να είμαστε σώφρονες (πόσο σώφρων αλήθεια είναι κάποιος που ψηφίζει Βαρουφάκη;) στις 7 Ιουλίου, για να μην χρειαστεί άλλη φορά να πούμε: «το ψωμί, ψωμάκι»…
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.