Αξεπέραστη η αρχαία Ελληνική γλώσσα και σκέψη!

on .

- Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

Πριν από αρκετά χρόνια ένας απόδημος γνωστός μου στις Η.Π.Α., μου έστειλε ένα φύλλο της εφημερίδας «Εθνικός Κήρυξ». Εκεί διάβασα ένα άρθρο που μου έκαμε ιδιαίτερη εντύπωση. Το άρθρο αυτό είχε τον τίτλο: «Γιατί μελετούμε τους Αρχαίους Έλληνες;». Το έγραφε η Αμερικανίδα Mary Lefkowitz, Καθηγήτρια Κλασικών Μελετών.
Το άρθρο έγραφε: «Η οικογένειά μου δεν κατάγεται από την Ελλάδα, αλλά όποτε επιστρέφω στην Ελλάδα αισθάνομαι σαν ναήρθα στην πατρίδα μου. Έγινα φιλέλλην στη δεκάτη τάξη, όταν αποφάσισα να σπουδάσω Αρχαία Ελληνικά. Όταν ξεκίνησα να σπουδάζω Αρχαία Ελληνικά, δεν μπορούσα να σταματήσω και ποτέ δεν κατάφερα να μάθω αρκετά. Δεν είναι εύκολο να εξηγήσω το γιατί κυριεύτηκα από τέτοιο πάθος για μια γλώσσα και έναν πολιτισμό. Αλλά ίσως στην πορεία να είμαι σε θέση να διαπιστώσω γιατί οι Αρχαίοι Έλληνες αξίζουν την συνεχή προσοχή και σεβασμό όλων.
Η μελέτη των Αρχαίων Ελληνικών είναι συναρπαστική, γιατί μας φέρνει σε άμεση επαφή με το παρελθόν. Το πρώτο ελληνικό κείμενο που αγόρασα ήταν ένα αντίγραφο της Καινής Διαθήκης. Το ελληνικό πρωτότυπο ήταν τόσο ισχυρό, που απέδιδε καλύτερα το νόημα απ’ ό,τι η μετάφραση. Αλλά μόνο όταν άρχισα να διαβάζω τα ελληνικά κείμενα του Αισχύλου και του Σοφοκλή συνειδητοποίησα ότι δεν θα ικανοποιούμουν αν δεν μελετούσα τη γλώσσα.
Οι ποιητές μπορούν να πουν αυτό που δεν θα μπορούσε να ειπωθεί ή ακόμα να σχηματοποιηθεί σε μία σκέψη Αγγλική. Υπάρχουν σημαντικές γραμματικές διάφορες. Τα ελληνικά ρήματα μπορούν να μεταφέρουν την έννοια της συνεχούς ή της ασυνεχούς δράσης, καθώς και τη χρονική τοποθέτηση των πράξεων (παρελθόν, παρόν, μέλλον). Διαθέτουν τη μέση φωνή και ευκτική έγκλιση, καθώς και την ονομαστική πτώση των ονομάτων. Η χρήση των προσωπικών καταλήξεων και των γραμματικών συνθηκών επιτρέπουν μεγάλη ευελιξία στη σύνταξη των λέξεων. Και υπάρχουν μεταφορές που δεν έχουν επιβιώσει στην Αγγλική, ούτε καν στον τρόπο θεώρησης του κόσμου από εμάς.
Οι Αρχαίοι Έλληνες ανέπτυξαν επίσης έναν τρόπο έκφρασης για τον κόσμο δίχως αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα ή οντότητες ή θεϊκές υπάρξεις. Αντίθετα με τους Αιγυπτίους, τους Βαβυλωνίους ή τους Εβραίους, δεν χρειαζόταν να αναφερθούν σε συγκεκριμένους θεούς ή συγκεκριμένες εποχές για να απεικονίσουν τον τρόπο δημιουργίας του σύμπαντος.
Ο Ηράκλειτος κατά τον πέμπτο αιώνα π.Χ. λέει «μία ύπαρξη, η μόνη σοφή, επιθυμεί και δεν επιθυμεί να αποκαλείται με το όνομα Δίας». Οι Έλληνες έκαναν χρήση αφηρημένων εννοιών και ουδετέρων επιθέτων και μετοχών. Μιλούσαν για την «ύπαρξη» σε αντίθεση με τα «πράγματα».
Είναι αδύνατο να δώσουμε υπερβολική έμφαση στη σημασία αυτής της επανάστασης στη γλώσσα. Ενώ άλλοι λαοί στον αρχαίο κόσμο εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν μυθολογικές εξιστορήσεις για να εξηγήσουν τη λειτουργία του σύμπαντος, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης εφηύραν τους αφηρημένους ορισμούς και ορολογίες που χρησιμοποιούνται έκτοτε από φιλοσόφους και επιστήμονες.
(Σημείωση: Όπως διδάσκονταν στη Φιλοσοφική Σχολή, τους επακτικούς λόγους και το ορίζεσθαι καθόλου).
Άλλο ένα σημαντικό κληροδότημα των Αρχαίων Ελλήνων είναι ο ανθρωπισμός τους. Οι Έλληνες, αντίθετα με προγενέστερους αρχαίους λαούς συμπονούσαν τους εχθρούς τους και διέβλεπαν ότι οι σημερινοί νικητές θα μπορούσαν να είναι τα αυριανά θύματα. Η Ιλιάδα διηγείται την ιστορία Ελλήνων και Τρώων. Ο δραματουργός του πέμπτου π.Χ. αιώνα Αισχύλος, μιλά για τα δεινοπαθήματα των Περσών οι οποίοι ηττήθηκαν από τους Αθηναίους στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ο ιστορικός Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό καταγράφει τις πράξεις τόσο των Ελλήνων όσο και των «βαρβάρων» λαών, όπως οι Πέρσες και οι Αιγύπτιοι.
Οι Έλληνες ήταν σε θέση να παρατηρούν και τις δύο πλευρές εξαιτίας της θρησκείας τους. Ο Δίας στην Ιλιάδα απονέμει δικαιοσύνη και στους Έλληνες αλλά και στους Τρώες και δεν ευνοεί έναν από τους δύο λαούς. Η ελληνική θρησκεία, ιδιαίτερα συγκρινόμενη με την αρχαία εβραϊκή θρησκεία είναι ανοικτή και ανεκτική.
Ο Δίας δεν αντιδρά σε ανθρώπους που λατρεύουν άλλους θεούς, αρκεί να σέβονται όλους τους θεούς. Δεν προσπαθεί να ασκήσει έλεγχο επί των πράξεων άλλων θεών, αλλά τους επιτρέπει να έχουν δυνάμεις και να δέχονται τιμές.
Είναι κρίμα που η περιφρονητική στάση των μονοθεϊστικών θρησκειών προς τον πολυθεϊσμό μας εμποδίζει να διακρίνουμε τη δύναμη της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Η παρουσία πολλών θεών βοηθά στην ερμηνεία του γιατί η στάση των θεών προς έθνη και άτομα μπορεί να μοιάζει αντιφατική, οι θεοί διαφωνούν, ή για κάποιο λόγο δεν δίνουν προσοχή. Οι θεοί υπάρχουν για τη δική τους τέρψη και λόγους και δεν δημιούργησαν το ανθρώπινο είδος. Οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι όχι μόνον να γερνούν και να πεθαίνουν, αλλά και για να φθάνουν πολύ μακριά και να αποτυγχάνουν. Τα μεγάλα έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, όπως και τα ελληνικά δράματα, υπογραμμίζουν τη σημασία της κατανόησης από άνδρες και γυναίκες των πεπερασμένων δυνάμεών τους.
Αλλά αυτή η θετική πλευρά της ελληνικής θρησκείας σπανίως απεικονίζεται στις πιο σύγχρονες εκδοχές της ελληνικής μυθολογίας. Σε αυτούς τους απολογισμούς οι θεοί παρουσιάζονται να είναι απλά ισχυρές ανθρώπινες υπάρξεις που υποκινούνται κυρίως από τους δικούς τους πόθους και τον εγωισμό τους. Αλλά το χρωστούμε στους Αρχαίους Έλληνες να διερευνήσουμε τι έχουν γράψει οι ίδιοι για τους θεούς τους, από αυτά τα κείμενα μαθαίνουμε ότι οι θνητοί μπορούν να αντιδράσουν στις ενέργειες των θεών και να αμφισβητήσουν τα κίνητρα των θεών, δίχως το φόβο τιμωρίας. Οι αμφισβητήσεις δεν είναι ιεροσυλία.
Ο Κροίσος, όταν πρόκειται να εκτελεστεί από τον Πέρση βασιλιά Κύρο, παραπονείται ότι ο Απόλλων δεν είναι ευγνώμων για τα πολλά δώρα που είχε στείλει στους Δελφούς και ο Δίας στέλνει μία καταιγίδα προκειμένου να σβήσει την πυρά στην οποία ο Κροίσος θα καιγόταν ζωντανός.
Ήταν αυτή η ικανότητα να θέτουν ερωτήματα στους θεούς, να παραπονούνται για εκείνους και ακόμα (τουλάχιστον στις κωμωδίες) να τους περιγελούν, που εξηγεί το γιατί οι Αρχαίοι Αθηναίοι ήταν σε θέση να αναπτύξουν ένα σύστημα διακυβέρνησης που επέτρεπε την κρίση των ηγετών;
Οι ανοικτοί ορίζοντες της ελληνικής θρησκείας σίγουρα επέτρεπαν στους φιλοσόφους όπως ο Ηράκλειτος, ο Σωκράτης και ο Πλάτων, να αναρωτούνται αν οι αληθινοί θεοί μπορούν να είναι εγωιστές και ανήθικοι. Ο προβληματισμός τους οδήγησε στην αντίληψη των καλών θεοτήτων και ετοίμασε το δρόμο για την αποδοχή του Χριστιανισμού στον ειδωλολατρικό κόσμο (Τω Αγνώστω Θεώ). Έτσι οι θετικές ιδιότητες μιας θρησκείας που ενθάρρυναν την ανάπτυξη της δημοκρατίας, φιλοσοφίας και επιστημονικής σκέψης τελικά οδήγησαν στην αυτοκαταστροφή της ειδωλολατρικής θρησκείας.
Ίσως τότε η μεγαλύτερη κληρονομιά των αρχαίων Ελλήνων στο σύγχρονο κόσμο να μην είναι η δημοκρατία. Η Αθηναϊκή εκδοχή της δημοκρατίας είχε πολλά ελαττώματα. Αντίθετα, θα πρέπει να εστιάσουμε στη δύναμη του προβληματισμού, στην ανάπτυξη της αφηρημένης σκέψης και στην κρίση και στην ενθάρρυνση ενός ευρύτερου ανθρωπισμού με συμπόνια για όλη την ανθρώπινη εμπειρία και μία επιθυμία να ακουστούν και οι δύο πλευρές σε μία διαφωνία. Η σημασία αυτής της κληρονομιάς θα πρέπει να υπερτονιστεί σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός είναι ευρέως παρεξηγημένος και παρερμηνευμένος.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι Έλληνες και οι φιλέλληνες εξίσου χρειάζεται να θυμίζουν στους εαυτούς τους και στους άλλους τι ήταν πραγματικά και να κάνουν ό,τι μπορούν για να υποστηρίξουν τη μελέτη του.
* * *
Με την ευκαιρία που το παραπάνω άρθρο είναι Αμερικανίδας καθηγήτριας, δεν είναι άσκοπο να αναφέρουμε ένα περιστατικό που κάνει γνωστό ο Αμερικανός Αρχαιολόγος Cyrus Gordon. Ένας βρήκε μία πέτρα στην πολιτεία της Georgia, η οποία έφερε μία επιγραφή της Κρήτης. Η πέτρα αυτή έπεσε στα χέρια αυτού του Αρχαιολόγου, ο οποίος δήλωσε: «Αφού ερεύνησα την επιγραφή, ήταν προφανές για μένα πως ήταν ίδια με αυτή της Μινωικής Γραμμικής Α και Μυκηναϊκής Γραμμικής Β. Συνεπώς υπήρχε μία επαφή μεταξύ Αμερικής και Αιγαίου στην εποχή του Χαλκού κοντά στις Νότιες, Δυτικές και Βόρειες ακτές στον Κόλπο του Μεξικού. Αυτό δεν μπορεί να είναι τυχαίο!
Οι Αρχαίες επιγραφές των πολιτισμών του Αιγαίου σε τρία διαφορετικά σημεία του Κόλπου αντανακλούν τα υπερατλαντικά ταξίδια μεταξύ της Μεσογείου και του Νέου Κόσμου γύρω στα μέσα της 2ης χιλιετίας».
Αποδεικνύεται, έτσι, ότι πολλούς αιώνες πριν από τον Χριστόφορο Κολόμβο, έφθασαν στις Ανατολικές ακτές της Αμερικής κάποιοι πολύ τολμηροί και γενναιόψυχοι θαλασσοπόροι ξεκινώντας από τις ακτές του Αιγαίου...