Πώς θα μπει η χώρα ξανά σε πορεία ανάπτυξης!

on .

Η χώρα μας μαστίζεται από μια κρίση οικονομική, πολιτική αλλά και κρίση αξιών. Ζούμε μια καθημερινότητα που προσπαθούμε να βρούμε το φως στο τούνελ, χωρίς όμως να δούμε καθαρά και με ψυχραιμία την επόμενη μέρα. Έχοντας μειωθεί το ΑΕΠ κατά 25% και πλέον τα τελευταία χρόνια, θυμίζουμε μια χώρα στην οποία θα μπορούσε να είχε συμβεί μόνο βγαίνοντας από ένα μακροχρόνιο πόλεμο και όμως αυτό συνέβη σε περίοδο ειρήνης, κάτι που αποτελεί παγκόσμια

πρωτοτυπία. Προφανώς δεν έχουμε δει σε βάθος ποιος είναι ο τρόπος για να ανακάμψει μια κατεστραμμένη και ουσιαστικά αντιπαραγωγική οικονομία. Για να το δούμε αυτό εκτενέστερα, καλό θα είναι να κάνουμε μια αναδρομή της τελευταίας κυρίως πενταετίας με την αλλαγή της φιλοσοφίας της οικονομικής πολιτικής, ενώ ήδη τα πρώτα σημάδια της οικονομικής ανάπτυξης, μετά την εφαρμογή του μνημονίου, είχαν αρχίσει να διαφαίνονται από τα δύο τελευταία τρίμηνα του 2014.
Ας δούμε ποιο ήταν το ανάγνωσμα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που οδήγησε στην πλήρη κατάρρευση της ιδιωτικής οικονομίας, την κατάρρευση του προγράμματος των Δημοσίων Επενδύσεων και την στασιμότητα στους ρυθμούς ανάπτυξης. Εν αρχή μείωσε τις δημόσιες επενδύσεις κατά 2 δισ. ευρώ την περίοδο 2016-2018 για να «πετύχει» τα περιβόητα υπερπλεονάσματα, πάγωσε επί 4 χρόνια εμβληματικές επενδύσεις που ήταν έτοιμες να ξεκινήσουν, όπως το Ελληνικό, την ολοκλήρωση του Ε65, την επέκταση της Ιόνιας Οδού μέχρι την Κακαβιά, και άλλα μεγάλα έργα, στα οποία οι μελέτες ήταν στο στάδιο ωρίμανσης, ενώ ταυτόχρονα αύξησε αναιτιολόγητα τις τιμές των διοδίων και διπλασίασε τον αριθμό τους. Όλα αυτά με μόνο στόχο την καταβολή στοιχειωδών επιδομάτων, με άμεσο αποτέλεσμα την αυξανόμενη φτωχοποίηση της κοινωνίας μας, η οποία καθίσταται όλο και πιο ανενεργή και μη παραγωγική, έχοντας ως συνέπεια την φυγή στο εξωτερικό όλων των νέων κυρίως, που θέλουν να δημιουργήσουν και να διακριθούν.
Σε όλα τα παραπάνω θα ήθελα να αναρωτηθώ, αν όλα αυτά συμβαδίζουν με τις κοινές πρακτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή όλων των αναπτυγμένων χωρών. Φυσικά και όχι. Οπότε ποια είναι η πρόταση που μπορεί να υπάρξει, η οποία να είναι ρεαλιστική και ταυτόχρονα άμεσα υλοποιήσιμη και να μη μείνουμε σε ένα πρόγραμμα έκθεσης ιδεών, το οποίο θα καλύψει προσωρινά μόνο τις οποιοσδήποτε θεωρητικές μας αναζητήσεις.
Όπως είναι γνωστό, ανάπτυξη χωρίς τον κλάδο των μηχανικών, χωρίς σχεδιασμό και χωρίς υποδομές, δεν είναι ποτέ εφικτή. Οπότε οφείλουμε να δώσουμε πλήρη αναφορά σε όλη τη δομή της πολιτικής που αφορά το εθνικό πρόγραμμα ανάπτυξης και υποδομών, έτσι ώστε να αποτελέσει την ατμομηχανή για την εκτίναξη της Ελληνικής οικονομίας, την μείωση της πραγματικής ανεργίας και τη δημιουργία μιας σύγχρονης παραγωγικής οικονομίας με ίσες και πολλές ευκαιρίες για όλους.
Εν αρχή απαιτείται η επανεκκίνηση του προγράμματος Δημοσίων επενδύσεων, αλλά και όλων των Ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων, γεγονός που μπορεί να αποφέρει εως και 2% πρόσθετη ανάπτυξη του ΑΕΠ ετησίως, αλλά κυρίως πολλές νέες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας εντός των επόμενων χρόνων. Αναφερόμαστε για έργα που αφορούν τομείς όπως οι οδικές, σιδηροδρομικές και θαλάσσιες μεταφορές, η προστασία του περιβάλλοντος με τη διαχείριση των απορριμμάτων ταυτόχρονα με την προώθηση συστημάτων ανάκτησης ενέργειας εώς και τη διαχείριση των φυσικών πόρων, την Ενέργεια, τα κτίρια και τις ψηφιακές υποδομές.
Σε αυτό το σημείο θα έρθει ο κάθε καλόπιστος και θα αναρωτηθεί πώς θα εκτελεστούν όλα αυτά τα έργα, χωρίς ακόμη η οικονομία να έχει ξεπεράσει όλους τους σκοπέλους και ουσιαστικά να μην έχει ακόμη καταφέρει να βγει στις αγορές, για εξεύρεση οικονομικών πόρων. Εδώ έρχεται η διαφορά της αλλαγής πολιτικής, σε σχέση με όλα αυτά που προωθούνταν την τελευταία πενταετία και αναφερόμαστε στο να δοθεί βάρος στην ιδιωτική χρηματοδότηση των έργων, ώστε να καταστεί ταχύτερη αλλά και πιο οικονομική η υλοποίηση όλων των προαναφερόμενων έργων υποδομής. Και αυτό, γιατί είναι οξύμωρο σε μια χώρα που έχει περάσει τόσο μακρά οικονομική κρίση η χρηματοδότηση των έργων να έχει ακόμη και σήμερα ιδιωτική συμμετοχή μόλις 10-15%, όταν στη Μ. Βρετανία αυτή ξεπερνά το 60%. Ταυτόχρονα υπάρχει και το σύστημα των παραχωρήσεων, αλλά και η σύμπραξη Δημόσιου με Ιδιωτικό τομέα, τα οποία τόσο λυσσαλέα πολέμησε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στη συνέχεια κατέφυγε σε αυτά για να ολοκληρώσει έργα τα οποία είχαν σχεδιαστεί προ του 2014, στα οποία μάλιστα έδωσε και πρόσθετο μπόνους στους εργολάβους για την αποπεράτωσή τους.
Σημαντικό τμήμα αποτελεί η ταχύτερη εκτέλεση, χωρίς τους γραφειοκρατικούς σκοπέλους, των προγραμμάτων ΕΣΠΑ, που αφορούν ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και η ταχύτατη προώθηση των έργων που έχουν ενταχθεί στον αναπτυξιακό νόμο. Αυτό θα δώσει άμεση ταχύτητα στην εκτέλεση ιδιωτικών έργων, δίνοντας αξιοπρεπείς επενδυτικές προτάσεις, τόσο στον χώρο του τουρισμού, αλλά και στο χώρο του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα.
Σημαντικό κίνητρο για την προσέλκυση νέων επενδύσεων και την ταχύτατη προώθησή τους αποτελεί και η αξιοποίηση του ιδιωτικού τομέα στον σχεδιασμό των έργων. Αυτό θα επιτρέπει σε ιδιωτικούς φορείς να μπορούν να διαμορφώσουν και να υποβάλουν προτάσεις έργων.
Συνοψίζοντας και έχοντας διδαχθεί από τις αγκυλώσεις, αλλά και τα λάθη του παρελθόντος, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μεγάλου και δυσκίνητου κρατικού μηχανισμού. Με τα τεράστια προβλήματα γραφειοκρατίας που έχουν παγιωθεί, κάθε επένδυση πολλές φορές φαντάζει μάταιη. Σε όλα τα παραπάνω αποτελεί μονόδρομο η ένταξη του ιδιωτικού τομέα στην αναπτυξιακή πολιτική της χώρας μας και ταυτόχρονα με ένα ρεαλιστικό και κοστολογημένο πρόγραμμα, είναι δυνατή η εκτίναξη της Ελληνικής οικονομίας, η οποία θα αποφέρει και νέες επενδύσεις, που θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητα του μέσου Έλληνα και σε άλλους κλάδους της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, η ανάπτυξη της οικοδομικής δραστηριότητας και η δημιουργία μιας χώρας με αυξημένο τεχνολογικό και καινοτόμο υπόβαθρο.
Αναφερόμαστε πλέον σε ουσιαστική απόφαση από τον λαό μας να εγκαταλείψει τη δήθεν εύκολη επιλογή των επιδομάτων φτωχοποίησης και να μετατρέψει την οικονομία της χώρας μας, σε μια οικονομία σύγχρονη, παραγωγική με ιδιωτικές επενδύσεις και φυσικά με την πλήρη διαφύλαξη του περιβαλλοντικού ισοζυγίου της. Είναι πλέον μονόδρομος για τη χώρα μας αυτή η επιλογή και είναι η μόνη που μπορεί να επιφέρει ανάπτυξη, ευμάρεια και πολλές ευκαιρίες στους πολίτες για την προσωπική τους διαβίωση και διάκριση.

* Ο Ιωάννης Τσίγκρος είναι Πολιτικός Μηχανικός, Επικεφαλής της ΔΚΜ Ηπείρου, Μέλος της Δ.Ε. του Τ.Ε.Ε./Τ.Η.