Το πελατειακό Κράτος…

on .

Το ακούμε συνέχεια τόσο από επίσημα, όσο και από ανεπίσημα χείλη. Είναι η πιο σοφιστικέ εκδοχή του «δεν είμαστε Κράτος εμείς» και του δίδυμου ρητού «δεν είμαστε Λαός εμείς». Για να καταλήξουμε στο άλλο «σοφό», «η πολύ Δημοκρατία βλάπτει» και να το τερματίσουμε με έναν φανερό αναστεναγμό για «έναν Παπαδόπουλο που ΜΑΣ χρειάζεται» ή έναν αφανή αναστεναγμό του τύπου «ε ρε Στάλιν που ΣΑΣ χρειάζεται». Βλέπετε, η Δεξιά πάσχει από μαζοχισμό και η Αριστερά από σαδισμό. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το όλοπακέτο της σύγχρονης αγοραίας κριτικής περί Κράτους στην Ελλάδα εξαντλείται στα προαναφερθέντα «σοφά» ρητά. Και ψηφίζουμε έχοντας στο μυαλό μας τις παραπάνω διατυπώσεις. Δεξιοί και Αριστεροί, γιατί η διχοτόμηση της Ελληνικής κοινωνίας δεν είναι κάθετη στο συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά οριζόντια διατρέχοντας όλο το πολιτικό φάσμα. Μπορεί κάποιοι να εξανίστανται ή και να απορούν σχετικά με τους διορισμούς και τις τοποθετήσεις συγγενών, κουμπάρων, υιών και θυγατέρων σε θέσεις της Κρατικής μηχανής επί ΣΥΡΙΖΑ, ζώντας για μια ακόμη φορά το μύθο τους περί Αριστεράς, αλλά για τη μεγάλη πλειοψηφία θεωρείται φυσικό.
Και έτσι είναι, εάν βέβαια θεωρήσουμε ως φυσικό κάτι που είναι παλιό, γνωστό και οικείο. Μόνο που αυτό το παλιό, γνωστό και οικείο φαινόμενο δεν ψηλαφείται εκεί στα μετεμφυλιακά χρόνια και στο «Κράτος της Δεξιάς», το οποίο μιμείται τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό θα ήταν πολύ βολικό και σε τελική ανάλυση λυτρωτικό και εύκολα επιλύσιμο. Το φαινόμενο είναι παλαιότερο και σύμφυτο με τη γένεση του ίδιου του Νέο-Ελληνικού Κράτους. Και με τον ίδιο τον Άνθρωπο. Όποιο Κράτος φτιάχτηκε σε Ανθρώπινα μέτρα και με Ανθρώπινες αρχές δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα την εποχή της Παγκοσμιοποίησης. Και το πληρώνει πολλαπλώς.
Μα δε φτιάξαμε ένα κακό Κράτος; Η ερώτηση είναι λάθος. Η ερώτηση θα έπρεπε να τίθεται διαφορετικά όπως, με ποιο Κράτος θέλουμε να συγκριθούμε και τι δυνατότητες είχαμε και έχουμε ώστε να το κάνουμε καλύτερο; Όταν θέλουμε να δώσουμε απαντήσεις, πρέπει να θέτουμε σωστά τις ερωτήσεις. Και επιπλέον, καμία απάντηση σε τέτοια θέματα δεν μπορεί να είναι ανιστορική.
Τα εθνικά Κράτη στην Ευρώπη προηγήθηκαν του Ελληνικού και κατά συνέπεια έθεσαν τα θεμέλια και τις αρχές ενός σύγχρονου Κράτους. Αυτά τα κράτη θελήσαμε να μιμηθούμε. Δεν είχαμε όμως τις προϋποθέσεις να το κάνουμε. Οι διαφορές μας πολλές. Μικρές, αυτόνομες σε μεγάλο βαθμό κοινότητες, με μια κεντρική εξουσία αλλόθρησκη και αλλοεθνή σε μεγάλο βαθμό, η οποία καμία σχέση δεν είχε με την απόλυτη μοναρχία των Δυτικών χωρών. Οι απόλυτες μοναρχίες Δυτικού τύπου, που προηγήθηκαν των εθνικών κρατών, έθεσαν τις βάσεις ενός συγκεντρωτικού κράτους με φορολογία, δημόσια έργα και κρατικές συγκεντρωτικές δομές που αποτέλεσαν τον προάγγελο των μετέπειτα εθνικών Κρατών.
Η ανάδυση των Εθνικών Κρατών στην Ευρώπη δεν περνούσε μέσα από την υποχρεωτική διάλυση των κρατικών δομών που προηγήθηκαν. Στην περίπτωσή μας, αλλά και στην περίπτωση των άλλων Βαλκανικών Λαών, η ανάδυση του εθνικού Κράτους περνούσε υποχρεωτικά μέσα από την καταστροφή και την διάλυση της συγκεντρωτικής Ανατολικής δεσποτείας. Από το 1821 μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922 (100 χρόνια δηλαδή), κύριο μέλημα του Εθνικού μας Κράτους ήταν η εθνική ολοκλήρωση. Ποτάμια αίμα χύθηκαν, πακτωλοί χρημάτων δαπανήθηκαν. Από τότε πέρασαν μόλις 97 χρόνια, όχι πάλι χωρίς προβλήματα. Η γεωγραφική μας θέση στο σταυροδρόμι της Μεσογείου, δεν μα δίνει τη δυνατότητα να εφησυχάζουμε και να χαλαρώνουμε, ούτε και σήμερα ακόμη.
Πώς όμως όλα τα παραπάνω διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα μας και τελικά το πελατειακό μας Κράτος; Οι μικρές αυτόνομες κοινότητες επί Τουρκοκρατίας αποτέλεσαν το κύτταρο του σύγχρονου ελληνικού Κράτους. Μικρά χωριά, μικρές έγγειες ιδιοκτησίες, έδωσαν προτεραιότητα στις στενές οικογενειακές σχέσεις. Οι οικογενειακοί δεσμοί θεωρούνταν και εξακολουθούν να θεωρούνται ιεροί. Ήταν προϋπόθεση επιβίωσης.
Οι δυσκολίες της φτωχής και στερημένης ζωής, η αβεβαιότητα για το αύριο στις μικρές αυτές κοινότητες, οδήγησε σε τακτικές και στρατηγικές επιβίωσης σε μια διευρυμένη «οικογένεια», όπως οι κουμπαριές, η αλληλοβοήθεια μεταξύ συγγενών, αλλά και μεταξύ συγχωριανών. Ο τοπικισμός, καλώς εννοούμενος για την εποχή εκείνη, κυριαρχούσε και σε οποιαδήποτε υποτυπώδη ή μη επιχειρηματική δραστηριότητα. Τα καραβάνια προς την Ευρώπη στελεχώνονταν από συγγενείς, συγχωριανούς, κουμπάρους, ανιψούδια, βαφτιστήρια κλπ. Οι καραβοκύρηδες έμποροι των νησιών, εφάρμοζαν την ίδια τακτική. Το ίδιο και οι περιφερόμενες κομπανίες των μαστόρων ανά την επικράτεια.
Αναφορές σε κάτι ευρύτερο, σε κάποιο Κράτος, απουσίαζαν. Και ήταν φυσικό. Το Κράτος που γνώριζαν ήταν πολλαπλώς ξένο, θρησκευτικά, γλωσσικά και εθνικά. Κοινή αναφορά όλων ήταν η Θρησκεία και μια Πόλη, για τους πιο μορφωμένους, η Κων/πολη, η οποία όμως βρίσκονταν στα χέρια αλλοθρήσκων. Η ανασφάλεια για το αύριο, ζώντας σε ένα Δεσποτικό Κράτος εξαρτώμενος από τα καπρίτσια του κάθε Οθωμανού τοπάρχη, διαμόρφωσε μια τάξη εμπόρων - επιχειρηματιών που επιδίωκαν το γρήγορο κέρδος με όλα τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα.
Και ενώ με την απελευθέρωση, κλήροι μοιράστηκαν και όλοι λίγο - πολύ μετατράπηκαν σε μικροϊδιοκτήτες γης, η νοοτροπία δεν άλλαξε. Και δε θα μπορούσε να αλλάξει. Η αβεβαιότητα εξακολουθούσε να υπάρχει. Το Κράτος για 100 χρόνια φορολογούσε βαριά για τον στρατό, με σκοπό την εθνική ολοκλήρωση. Νίκες και ήττες και διαρκής εμπόλεμη κατάσταση δεν δημιουργούσαν προϋποθέσεις για «σοβαρό» εθνικό Κράτος, ούτε για σοβαρή παραγωγική δραστηριότητα. Εάν παράλληλα λάβουμε υπόψη πως η Ελλάδα ήταν μια από τις πρώτες χώρες με δικαίωμα καθολικής ψηφοφορίας στην Ευρώπη (το οποίο συχνά το ξεχνάμε), δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε πως οι στενές οικογενειακές σχέσεις των χωριών πέρασαν τόσο εύκολα στην πολιτική ζωή του τόπου. Ούτε είναι δύσκολο να φανταστούμε πως και γιατί ένας αγρότης με μικρό κλήρο, όπως η πλειοψηφία των Ελλήνων, προτιμούσε να γίνει χωροφύλακας ή δημόσιος υπάλληλος από το να ασχοληθεί με τη μικρή του ιδιοκτησία που εκτός από την αβεβαιότητα εξαιτίας του καιρού είχε και να σκεφτεί και την αβεβαιότητα εξαιτίας της συνεχούς εμπόλεμης κατάστασης. Τουλάχιστον το Κράτος θα υπάρχει πάντα (έτσι πίστευε και πιστεύει), έστω και με δάνεια από το εξωτερικό.
Και η κατάσταση δεν άλλαξε από τότε, ούτε υποκειμενικά ούτε αντικειμενικά. Από το ΄22 περάσαμε στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και στην Κατοχή και μετά στον εμφύλιο. Κουβαλώντας πάντα τις προσωπικές σχέσεις, τις συγγένειες, τις κουμπαριές και τις φιλίες και αδυνατώντας να χτίσουμε σύγχρονο Κράτος. Αλλά πώς να επιβιώσεις τόσο μακρές περιόδους αβεβαιότητας χωρίς ανθρώπινες σχέσεις, χωρίς οικογένεια, κουμπάρο ή μπάρμπα; Τυχαίο που τα περισσότερα μέλη του ΚΚΕ στον εμφύλιο ήταν συγγενείς, κουμπάροι, γιοι και θυγατέρες; Τυχαίο που οι οικογενειακές σχέσεις γλύτωσαν κόσμο και κοσμάκη κατά τον εμφύλιο, αλλά και μετά, από βέβαιο θάνατο; Τυχαίο που τα ίδια συνεχίζονται και σήμερα σε όλους μα όλους τους πολιτικούς χώρους, ακόμη και στον «χώρο» της τρομοκρατίας (δες τις συγγένειες και τις σχέσεις στην 17Ν); «Οικογενειοκρατία» το ονομάζουμε και πολλαπλώς ανατριχιάζουμε ΜΟΝΟ με την «Οικογενειοκρατία» του απέναντι.
Είναι δυνατόν να αλλάξει η κατάσταση; Πολλοί ελπίζαμε πως με την μεταπολίτευση, την είσοδο στην ΕΕ και την γενικότερη ευημερία που τη συνόδευσε ότι τα πράγματα θα άλλαζαν. Διαψευσθήκαμε οικτρά. Και αυτό γιατί δεν έχουμε αποφασίσει τι θέλουμε να κάνουμε ως Λαός σε μια εποχή Παγκοσμιοποίησης. Θεωρούμε πως έχουμε χρόνο να θεωρητικολογούμε ασύστολα, πως υπάρχουν πολλά και διάφορα μοντέλα ανάπτυξης που μας ταιριάζουν και δεν καταλαβαίνουμε πώς μόνοι μας τα βγάλαμε τα ματάκια μας, όταν καταστρέψαμε το μόνο μοντέλο που μας ταίριαζε, το συνεταιριστικό, όταν ξεχάσαμε την ιστορική μας πορεία και όταν αποφασίσαμε πως όλοι οι άλλοι μας χρωστάνε και στριμωχνόμαστε στον γκισέ για να εισπράξουμε.
Η προσγείωση θα είναι ανώμαλη και οδυνηρή. Καλό κουράγιο. Και ο Θεός να ‘χει καλά τους γονείς μας, τα παιδιά μας, τους κουμπάρους και τα ανίψια. Θα μας χρειαστούν και θα τους χρειαστούμε.