Οι τρείς φίλοι…

on .

Ήσαν και οι τρεις τους φίλοι, συνταξιούχοι, συνάδελφοι και παιδιά του Ιπποκράτη. Ο Βασίλης μεγαλογιατρός από παλιά αρχοντική Γιαννιώτικη οικογένεια με μεγάλη οικονομική επιφάνεια σε ακίνητα. Η ρίζα του οικογενειακού του δένδρου από μεγαλοχώρι της Βορείου Ηπείρου.
Ο Μενέλαος και ο Αναστάσης φτωχογιατροί. Ο πρώτος Γιανννιώτης, η καταγωγή του δεύτερου από τα Κουρεντοχώρια. Και οι δύο τους στα γεράματα κατάφεραν να αποκτήσουν δικό τους σπίτι. Στα νιάτα τους που θα ΄πρεπε να κάμουν λεφτά «παραθέριζαν» δωρεάν και επ’ αόριστο σε κάποιο από τα ελληνικά νησιά. Αυτό όμως
δεν ήταν εμπόδιο για τον Βασίλη, που ανήκει σε άλλο πολιτικό χώρο, να είναι φίλοι κάνοντας όλοι μαζί τον καθημερινό τους περίπατο.
Συνάντηση με αφετηρία το κέντρο «Όαση». Από κει οι τρεις φίλοι και συνάδελφοι διασχίζαν τη Ναπ. Ζέρβα, πήγαιναν αριστερά, μέσα από την Περίβλεπτο, γυρνώντας από Βελισσαρίου, Κουραμπά, με κατάληξη εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν. Ο Μενέλαος είχε χάσει τη μάνα του χωρίς να μπορέσει να παραστεί στην κηδεία της για τους πιό πάνω λόγους.
Επιστρέφοντας την βρήκε στο… κασελάκι. Γι’ αυτό μέρα παρά μέρα περνώντας μέσα από την Περίβλεπτο και ζητώντας την άδεια της παρέας του έμπαινε στο οστεοφυλάκειο που ήταν ακριβώς δεξιά από την κεντρική είσοδο και άναβε ένα κεράκι στην μνήμη της. Το οστεοφυλάκειο σήμερα μαζί με το νεκροταφείο έχουν μεταφερθεί σε άλλο χώρο.
Το εκκλησάκι που φιλοξενούσε τα κασελάκια με τα οστά των νεκρών σήμερα είναι αφιερωμένο στον Ισαπόστολο και Εθνοπατέρα Κοσμά. Ο Βασίλης με τον Αναστάση προχωρούσαν και τον περίμεναν, όπως πάντα, καθήμενοι στο στρογγυλό πεζούλι του μεγάλου πλάτανου.
Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα άλλαξαν. Ο Μενέλαος άργησε να εμφανιστεί. Αυτό άρχισε να τους ανησυχεί. Έπρεπε να πάει κάποιος να δει τι συμβαίνει. Μήπως από συγκίνηση και την αγάπη που έτρεφε στη μάνα του έπαθε κάτι;
Ο Αναστάσης έτρεξε πρώτος. Φτάνοντας έξω από την είσοδο του οστεοφυλακίου άκουσε κουβέντα. Σίγουρος πλέον ότι ο Μενέλαος με κάποιον συζητά μπαίνει μέσα, κοιτάζει από δω και από εκεί, αλλά δεν βλέπει δεύτερο πρόσωπο. Τον ρωτά λοιπόν ο Αναστάσης με ποιον κουβεντιάζει. Ο Μενέλαος δεν σήκωσε κεφάλι. Δεν είχε βρει τη μάνα του και ήταν αρκετά στενοχωρημένος. Την είχαν πάρει από εκεί. «Τη μάνα μου, Αναστάση, δεν την βρήκα. Πάει η μάνα μου για λίπασμα στα χωράφια». Είχε μάθει ο Μενέλαος παλιότερα πως στο οστεοφυλάκιο τα οστά μετά από λίγα χρόνια –ελλείψει χώρου– δεν φιλοξενούνταν άλλο, τα φορτώνανε σε φορτηγό και από εκεί αλέθονταν και σκορπίζονταν στα χωράφια.
Ο Αναστάσης φρόντισε να τον καθησυχάσει λέγοντάς του πως δεν έχουν έτσι τα πράγματα, αλλά είναι λάθος ενημερωμένος.
Στη συνέχεια τον ρωτά: «Καλά τι έλεγες, με ποιόν συζητούσες»; Με ποιόν συζητούσα; Να με ποιόν συζητούσα, Αναστάση. Ψάχνοντας να βρω τη μάνα μου βρήκα τον φίλο μας τον Κώστα. Τον Κώστα εγώ τον άφησα μια χαρά και τώρα τον βρήκα στο κασελάκι. Ο Κώστας είχε πεθάνει όταν και οι δυό τους «παραθέριζαν». Και τι του έλεγες; Να, του έλεγα, Κωστάκη μου, εδώ είσαι εσύ; Εσένα δεν σε χώραγαν τα Γιάννινα όλα και σε χώρεσε αυτό το μικρό κασελάκι;
Ο Κώστας, παλιός τους φίλος, παιδί της «Θέμιδος», είχε αδυναμία στην απόκτηση ακινήτων. Είχε πολλά σπίτια και σε καλή κατάσταση –για την εποχή εκείνη– με μεγάλους κήπους και αρκετό πράσινο. Σήμερα όλα αυτά τάφαγε το μπετόν αρμέ, το τσιμέντο, οι πολυκατοικίες. Ο Αναστάσης παρηγορώντας τον πως «όλοι μας την ίδια μοίρα θα ‘χουμε», τον τράβηξε έξω από το εκκλησάκι συνεχίζοντας την καθιερωμένη πορεία.
Από εκείνη τη στιγμή ο Μενέλαος δεν άνοιξε στόμα, δεν σήκωσε κεφάλι. Περνώντας τη Βελισσαρίου κατέβηκαν στον Κουραμπά με κατεύθυνση το κέντρο «Όαση». Το γκαρσόνι που γνώριζε και την ώρα ακόμα της αφίξεώς τους μόλις τους αντίκρυσε ετοίμασε το τραπέζι με τα καθιερωμένα ουζάκια και εκλεκτό μεζέ. Καθόταν πάντα στο ίδιο τραπέζι, γι’ αυτό φρόντιζε το γκαρσόνι από νωρίς, βάζοντας τις καρέκλες μπρούμυτα, να μην πιαστεί από άλλους πελάτες. Αυτή τη φορά ήπιαν κάτι παραπάνω κατ’ απαίτηση του Μενέλαου μπας και κάνει κέφι από το βλογημένο οινόπνευμα, γιατί δεν ευφραίνει καρδίαν μόνο ο οίνος, αλλά και το ουζάκι.
Το γκαρσόνι που είδε τον Μενέλαο χωρίς όρεξη ρώτησε τι συμβαίνει. Αφού τον ενημέρωσαν πως έχουν τα πράγματα, εκείνος πήρε αμέσως τηλέφωνο στον φίλο του νεοκόρο της Περιβλέπτου και ενημερώθηκε για την τύχη των οστών της μάνας του Μενέλαου. Έμαθε ότι το κασελάκι έχει μεταφερθεί στο καινούργιο οστεοφυλάκιο. Από εκείνη την ώρα ο Μενέλαος, αφού ευχαρίστησε το γκαρσόνι για την εξυπηρέτηση, ρούφηξε κάμποσα ουζάκια και έκαμε κέφι, λύθηκε η γλώσσα του, και γυρνώντας στον Αναστάση του λέει:
«Έχεις δίκαιο Αναστάση πως όλοι μας την ίδια μοίρα θα ‘χουμε»
(Τυχόν ομοιότητα σε πρόσωπα είναι εντελώς συμπτωματική)
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΛΑΤΩΝΑΣ