Η διοίκηση και διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας

on .

 Στην φιλόξενη εφημερίδα «Πρωινός Λόγος», δημοσίευσα μέχρι τώρα ένα κείμενό μου για την δράση των πρώτων Εκκλησιών στο χώρο της Οικονομίας και στη συνέχεια ένα άλλο για την Εκκλησιαστική περιουσία. Συνεχίζω σήμερα με το ζήτημα της διοίκησης και διαχείρισης της Εκκλησιαστικής περιουσίας.
Ας δούμε αναλυτικά το ζήτημα αυτό, πως λειτουργώντας η Εκκλησία, απόκτα έσοδα για να υλοποιεί και επιτελεί το έργο της.
Α’ Όλοι μας οι πιστοί, όταν πηγαίνουμε τις Κυριακές και εορτές στους Ιερούς Ναούς, ρίχνουμε προαιρετικά στο "παγκάρι " τον "οβολόν" μας, που προέρχεται από εισοδήματά μας,

δηλαδή από την δραστηριότητά μας “στον τομέα της παραγωγής των αγαθών ή υπηρεσιών”. Ο "οβολός" μας αυτός, πρέπει σύμφωνα με την Χριστιανική διδασκαλία να είναι βγαλμένος με τον "ιδρώτα του προσώπου μας" και αυτό δεν είναι δεδομένο πάντοτε. Περαιτέρω η προσφορά αυτή, θα πρέπει να εδράζεται στο αίσθημα αγάπης και όχι τυπικής υποχρέωσής μας ή ακόμη και συνήθειας, όπως δυστυχώς συμβαίνει σχεδόν για όλους μας. Θα ήταν άδικο εδώ να μην σημειώσω ότι υπάρχουν και οι δωρεές ευσεβών πιστών σημαντικές, αλλά αυτές είναι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Β΄ Προχωρώντας ας εξετάσουμε την συλλογική δράση των νομικών της προσώπων της Εκκλησίας.
Ο τρόπος διοικήσεως, διαχειρίσεως, εκμισθώσεως ή εκποιήσεως και γενικά κάθε ζήτημα της διαχειρίσεως και αξιοποιήσεως της περιουσίας κάθε νομικού προσώπου της Εκκλησίας καθορίζεται, με Κανονισμούς της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, που εκδίδονται ύστερα από εισήγηση του επιχωρίου Μητροπολίτη ή του αρμοδίου οργάνου της Εκκλησίας της Ελλάδος και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. (άρθρο 46 Ν. 590/1977 ΦΕΚ Α΄ 146, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 68 Ν. 4235/2014 ΦΕΚ Α' 32).
Ειδικότερα:
1. Η διαχείρισή των εσόδων των Ιερών Ενοριακών Ναών γίνεται αποκλειστικά από το οικείο εκκλησιαστικό συμβούλιο. Το εκκλησιαστικό συμβούλιο, αποτελείται από τον εφημέριο του ναού ως πρόεδρο και δύο ή τέσσερα λαϊκά μέλη, που εκλέγονται και διορίζονται από κατάλογο των ενοριτών από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο, με πρόταση του Μητροπολίτη. Τον έλεγχο νομιμότητας της διαχείρισης των ενοριακών εσόδων ασκεί ο οικείος μητροπολίτης.
Ο κανονισμός της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος υπ΄ αριθ. 8/1979 (ΦΕΚ 1 Τ.Α΄1980) προβλέπει με μεγάλη λεπτομέρεια τον τρόπο διάθεσης των ανωτέρω εσόδων στο άρθρο 6. Σύμφωνα με τις διατάξεις του τα ενοριακά έσοδα διατίθενται βάσει ποσοστού επί των ετήσιων ακαθάριστων εισπράξεων, πέρα από τη συντήρηση και λειτουργία του ενοριακού ναού κατά κύριο λόγο και ως εισφορά και υπέρ του έργου και των δραστηριοτήτων της οικείας μητρόπολης για την συντήρηση ευαγών ή άλλων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, εάν μετά την εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων, το ταμείο του ενοριακού ναού διαθέτει απόθεμα άνω του τιθέμενου ύψους από τον Μητροπολίτη, τότε αυτό πρέπει να κατατεθεί αμελλητί σε τραπεζικό ίδρυμα, όπου θα εκτοκίζεται!
2. Το καθεστώς διοίκησης και διαχείρισης της ακίνητης περιουσίας των Ενοριών και των Ενοριακών Ναών σήμερα διέπεται από τον ανωτέρω Κανονισμό 8/1979 σε συνδυασμό με τον Κανονισμό 58/1975 (ΦΕΚ Α΄ 4/13-01-1975) της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών αυτών, το εκκλησιαστικό συμβούλιο, αποφασίζει για την μίσθωση, δωρεά, ανταλλαγή και αγορά ακινήτων. Επίσης αποφασίζει για τις πράξεις αποδοχής ή αποποίησης δωρεάς υπό όρο, κληρονομίας ή κληροδοσίας. Για τις πράξεις αυτές, απαιτείται προηγούμενη σχετική απόφαση του οικείου μητροπολιτικού συμβουλίου. Σε περίπτωση δωρεάς ακινήτου είναι υποχρεωτική εκτός από την έκδοση εγκριτικής απόφασης από το οικείο μητροπολιτικό συμβούλιο και εγκριτική απόφαση από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο.
Επιπλέον, ο Κανονισμός 9/1971 (ΦΕΚ Α΄ 28/08-02-1971) προβλέπει προσόδους που προέρχονται από εκποιήσεις αφιερωμάτων με διαδικασία εκποιήσεως των τιμαλφών με πλειστηριασμό.
Η εκποίηση και εκμίσθωση της ενοριακής περιουσίας, ως πράξεις που εύλογα κατέχουν κεντρική θέση στη διαχείριση της ενοριακής περιουσίας, ρυθμίζονται αναλυτικά στον ανωτέρω υπ΄αριθ. 8/1979 Κανονισμό. Βασική αρχή που διέπει τη διαδικασία για τη σύναψη των ως άνω συμβάσεων είναι η διενέργεια πλειοδοτικού διαγωνισμού, αποκλειόμενου κάθε άλλου τρόπου, όπως για παράδειγμα της απευθείας σύναψης συμβάσεως, που προβλέπεται, υπό προϋποθέσεις, για τη μίσθωση.
Από τα παραπάνω το πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι, η διοίκηση, διαχείριση και δράση της ενορίας στην ουσία είναι προκαθορισμένες ή αποφασίζονται από τον επιχώριο Μητροπολίτη μέσω του μητροπολιτικού συμβουλίου.
3. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος μπορεί ύστερα από σχετική πρόταση του επιχώριου Μητροπολίτη, να συστήνει με αποφάσεις της Εκκλησιαστικά Ιδρύματα για την προαγωγή μη κερδοσκοπικών φιλανθρωπικών, μορφωτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών σκοπών, τα οποία αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Αυτά έχουν ως σκοπός τους να επικουρούν τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και διαχειρίζεται περιουσία, η οποία διατέθηκε εν ζωή ή αιτία θανάτου σε νομικό πρόσωπο Δημοσίου δικαίου της Εκκλησίας.( παρ. 2 του άρθρου 29 Ν. 590/1977 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 68 του Ν. 4235/2014) Από τα ανωτέρω εκτεθέντα με σαφήνεια προκύπτει ότι είναι εδραιωμένο στην οικονομική διαχείριση της κάθε Ενορίας και Ενοριακού Ναού, καθώς και στα άλλα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας καθεστώς "Δεσποτοκρατίας".
4. Η διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας των Ιερών Μονών γίνεται ως εξής.
Σύμφωνα με το άρθρο. 8 του νόμου 4684/1931 και το Π.Δ. της 1-3- 1932 (ΦΕΚ 61 Α΄), κάθε μονή έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε εκμίσθωση της διατηρούμενης ακίνητης περιουσίας της, εξαιρουμένων των κτημάτων που προορίζονται για αυτοκαλλιέργεια ή για καλλιέργεια με αυτεπιστασία. Η εκμίσθωση γίνεται μόνον κατόπιν τακτικής δημοπρασίας, όταν ετήσιο μίσθωμα δεν είναι ευτελές. Πρόχειρη δημοπρασία επιτρέπεται για ασήμαντα ποσά.
Τη ρευστοποιητέα μοναστηριακή περιουσία, από τις 13.10.1988, την διοικεί και διαχειρίζεται η Εκκλησία της Ελλάδος δια της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών (Ε.Κ.Υ.Ο.). Η διοίκηση και διαχείρισή της αποσκοπεί στην εξυπηρέτησιν αφ' ενός μεν των δημοσίων σκοπών, οι οποίοι ωρίσθησαν δια του Ν. 4684/1930, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, και αφ' ετέρου των σκοπών πού προβλέπονται στον Κανονισμό 267/2015 (ΦΕΚ Α΄ 120/29-09-2015) της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
5. Η Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών (Ε.Κ.Υ.Ο.) συνεστήθη με τον υπ' αριθμ. 100/1998 Κανονισμό της Ιεράς Συνόδου (ΦΕΚ. Α. 261/20-11-1998). Η δράση της διέπεται από τους σχετικούς ορισμούς των Ιερών Κανόνων, τις ισχύουσες διατάξεις των Νόμων και των Κανονισμών της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Επιδιώκει την προαγωγήν του εν γένει έργου της Εκκλησίας και παρέχει υποστήριξη στις Ι. Μητροπόλεις, Ι. Μονάς και Ι. Ναούς σε οικονομικά, τεχνικά και νομικά θέματα. Έχει τη διοίκηση, διαχείριση και δικαστική και εξώδικο εκπροσώπηση των ακινήτων, που παραχωρήθηκαν στην Εκκλησίαν της Ελλάδος, με την από 18.9.1952 Σύμβαση του Ελλ. Δημοσίου, του Ο.Δ.Ε.Π. και της Εκκλησίας της Ελλάδος ( ΦΕΚ Α΄ 289), της ρευστοποιητέας από την μοναστηριακή περιουσία και των 149 Ιερών Μονών, οι οποίες συνεβλήθησαν με το Δημόσιον με την από 11.5.1988 Σύμβαση που είχε επικυρωθεί με τον Ν. 1811/1988 (Α΄ 231), καθώς και κάθε άλλης ακινήτου, κινητής και αΰλου περιουσίας, η οποία ανήκει κατά κυριότητα, νομήν και κατοχήν στο νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Τέλος η Ε.Κ.Υ.Ο. σχεδιάζει, εισηγείται προς την Διαρκή Ιερά Σύνοδο και επιμελείται, ύστερα από απόφαση της, για την ίδρυση από την Εκκλησία της Ελλάδος κάθε νομικής μορφής εταιρειών με αποκλειστικό σκοπό την υποστήριξη θρησκευτικού, μορφωτικού, πολιτιστικού και φιλανθρωπικού έργου. Στις εταιρίες αυτές δεν επιτρέπεται η συμμετοχή φυσικού ή νομικού προσώπου που επιδιώκει κερδοσκοπικό σκοπό. ( άρθρο 68 του Ν. 4235/2014 και άρθρο 52 παρ. 2 του Ν. 2778/1999).
6. Με τον Ν.4182/2013 (ΦΕΚ 185 Α΄) έχει συσταθεί ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ Α.Ε.» (Ε.Α.Ε.Α.Π.). Η Ε.Α.Ε.Α.Π. έχει αποκλειστικό σκοπό τη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση των ακινήτων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών ή νομικών προσώπων ή φορέων που υπάγονται στη δικαιοδοσία της. Επίσης είναι δυνατόν να περιέρχονται σ΄ αυτήν η διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση και άλλων ακινήτων των υπόλοιπων νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η Ε.Α.Ε.Α.Π. λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, δεν υπάγεται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του δημόσιου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, (ΦΕΚ 28 Α΄1994), αλλά διέπεται από τις διατάξεις της νομοθεσίας περί ανωνύμων εταιρειών.
Η διάρκεια της Ε.Α.Ε.Α.Π. είναι ενενήντα εννέα (99) έτη από το έτος 2013 αλλά μπορεί να παρατείνεται, εφόσον ο σκοπός της Ε.Α.Ε.Α.Π. δεν έχει εκπληρωθεί. Μέτοχοι της Ε.Α.Ε.Α.Π. είναι το Ελληνικό Δημόσιο και η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών με ισόποσο ποσοστό 50% επί των μετοχών της. Τα εκκαθαρισμένα έσοδα της Ε.Α.Ε.Α.Π. από κάθε ακίνητο, αποδίδονται κατά ποσοστό 50% στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Αυτά διατίθενται, κυρίως, για την εξυπηρέτηση του εκκλησιαστικού, προνοιακού και φιλανθρωπικού έργου.
Τα δικαιώματα διοίκησης, διαχείρισης και αξιοποίησης κάθε ακινήτου περιέρχονται στην Ε.Α.Ε.Α.Π., για χρονική περίοδο που δεν μπορεί να υπερβεί τα ενενήντα εννέα χρόνια.
Μετά τα 99 χρόνια, αυτό επανέρχεται στο νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας, που το παραχώρησε στην Ε.Α.Ε.Α.Π. Η αξιοποίηση των ακινήτων από την Ε.Α.Ε.Α.Π. διενεργείται με κάθε πρόσφορο τρόπο, όπως εκμίσθωση, ολιγόχρονη ή μακροχρόνια παραχώρηση της χρήσης ή της εκμετάλλευσής τους σε τρίτους και ανάθεση της διαχείρισης των περιουσιακών δικαιωμάτων σε τρίτους. Εξαιρείται η σύσταση και μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων σ΄ αυτά, είναι όμως δυνατή, η σύσταση δικαιώματος επιφανείας Ν.4235/2014(ΦΕΚ Α΄32) επί ακινήτων, για διάστημα που δεν θα υπερβαίνει το χρόνο παραχώρησης της χρήσης προς εταιρεία.
Για την καλύτερη αξιοποίηση των ανωτέρω ακινήτων, η Ε.Α.Ε.Α.Π. μπορεί να συστήνει επιμέρους Εταιρείες Ειδικού Σκοπού (Ε.Ε.Σ.), το σύνολο των μετοχών των οποίων θα ανήκουν στην Ε.Α.Ε.Α.Π.
Στον τύπο δημοσιεύθηκε η είδηση ότι "Εδώ και καιρό είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ πως το πρώτο ακίνητο που θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει η Εταιρεία Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Ακίνητης Περιουσίας Α.Ε. είναι αυτό των 83 στρεμμάτων στη Βουλιαγμένη."
Από την εφημερίδα "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" της 15 Δεκεμβρίου 2018 έχουμε την πληροφορία ότι το ανωτέρω νομικό πλαίσιο «πάγωσε» από το 2015 και η Ε.Α.Ε.Α.Π., βρίσκεται σε αδράνεια.
Σχετικά με τα έσοδα και τα έξοδα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος παραθέτω ενδεικτικά τον απολογισμό Εσόδων – Εξόδων του διαχειριστικού έτους 2015, που συνοπτικά έχει ως εξής: Έσοδα: 8.937.238,39 ευρώ, Έξοδα: 10.468.737,54 ευρώ, Διαφορά Χρήσεως: έλλειμμα 1.531.499,15 ευρώ. Σημειώνω ότι για την πληρωμή φόρων δαπανήθηκαν 3.436.438,01 ευρώ, εκ των οποίων για πληρωμή του ΕΝ.Φ.Ι.Α. 2.756.992,39 ευρώ και 137.608,71 ευρώ για φόρο επί μισθωμάτων. (Στοιχεία από: http://www.oodegr.com oode/koinwnia/perius1.htm)
7. α) Τέλος πρέπει να αναφερθεί ότι όλη η ανωτέρω περιγραφείσα διαχείριση υπόκειται σε δημοσιονομικό και διαχειριστικό έλεγχο με δεδομένο ότι τα πιο πολλά εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα έχουν τη φύση του Ν.Π.Δ.Δ. ( Ν. 2362/1995).
Στον έλεγχο αυτόν δεν υπόκεινται καταρχήν τα εκκλησιαστικά Ν.Π.Ι.Δ., όπως τα ιερά προσκυνήματα, αλλά και αυτά με βάση το άρθρο 68 παρ. 3 του Ν. 4235/2014 (ΦΕΚ 32 Α΄) υπάγονται στις διατάξεις που διέπουν τον δημόσιο τομέα ως προς την εν γένει περιουσιακή διαχείρισή τους και τις διαχειριστικές πράξεις των, για τις οποίες αυτά επιχορηγούνται ή χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή ευρωπαϊκούς πόρους. Στον ίδιο έλεγχο υπόκεινται και οι συνιστώμενες εταιρίες, πέραν από τους προβλεπόμενους γι` αυτές ελέγχους από την κείμενη περί εταιριών νομοθεσία.
β) Επίσης με τον υπ’ αριθμ. 210/2010 Κανονισμό της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (ΦΕΚ 135 Α΄2010) συστήθηκε η Διεύθυνση Δημοσιονομικού Ελέγχου της Εκκλησίας της Ελλάδος με αρμοδιότητα τον προληπτικό και κατασταλτικό εσωτερικό δημοσιονομικό έλεγχο των εσόδων και εξόδων της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως και των λοιπών εκκλησιαστικών νομικών προσώπων ύστερα από αίτηση του επιχωρίου Μητροπολίτη.

*Ο Νικήτας Αποστόλου είναι πτυχιούχος Π.Α.Σ.Π.Ε. - Συνταξιούχος Δημοσίου - πρώην Τμηματάρχης Υπουργείου Γεωργίας