Τα ευτράπελα των γάμων…

on .

 Μην μου φέρετε αντίρρηση, γιατί όλοι όσοι παρευρισκόμαστε προσκεκλημένοι «εις γάμον κοινωνίαν» κάποιου, πάμε βέβαια για να τιμήσουμε το «ευτυχές ζεύγος» αλλά να κάνουμε και το κατά περίπτωση ανάλογο κους – κους. Συνήθως στο τραπέζι της δεξίωσης κάθεσαι με κολλητούς, οπότε αρχίζει το κουβεντιαστό: Τι νυφικό φοράει η νύφη; Τι χτένισμα έχει; Να ‘ναι έγκυος; Τον γαμπρό πού τον… ψώνισε; Αλλά κι οι συμπέθεροι; Μωρέ, ο ένας έχει ωραία συμπεθέρα, ο άλλος ωραία γραβάτα και άλλα τέτοια. Βέβαια, θα μου πείτε όλοι στους γάμους κουτσομπολεύουν; Καμία φορά και χωρίς να το θέλεις παρασύρεσαι, είτε από αυτά που βλέπεις είτε από τους συνδαιτιμόνες – κουτσομπόλους.
Έτσι λοιπόν, παρασύρθηκα και μπήκα στον πειρασμό να αναφερθώ σ’ ένα γάμο όπου παραβρέθηκα και δεν γνώριζα τους γονείς της νύφης, για πρώτη φορά θα τους έβλεπα. Όλοι, πιστεύω, οι παλιότεροι θα θυμάστε το ευτυχισμένο ζεύγος, του περιοδικού «Θησαυρός», τον Ζαχαρία και την υπέρβαρη σύντοφό του Αντζουλίνα. Μου τους θύμισαν οι γονείς της νύφης.
Ο πατέρας – συμπέθερος μπόϊ 1,50 εκατοστά και κάτω, όχι παραπάνω, από βάρος θα πλησίαζε τα 48 κιλά σκάρτα. Δίπλα του η μητέρα - συμπεθέρα 130 κιλά και πλέον, λιπαρή με κατακόκκινα μάγουλα, της βαρούσες το ένα κι έσκαζε σαν ρόδι το άλλο, να στάζει ευτυχία και να «ξεκαρδίζεται» με το παραμικρό και μάλλον άσχετο, να τρέχει ο ιδρώτας ποτάμι από την αγωνία και από τη ζέστη και να ανεμίζει συνεχώς τη βεντάλια.
Σε κάθε εμφάνιση καλεσμένων να προσπαθεί να ανασηκωθεί, ακουμπώντας το ένα της χέρι στην πολυθρόνα και με το άλλο να «σκουντάει» δίπλα της τον Ζαχαρία της -που είχε χαθεί μέσα στην πολυθρόνα… ο καημένος βούλιαζε ακόμα πιο βαθία κάθε φορά που τον «άμποχνε» η σύζυγος- να τη βοηθήσει να ανασηκωθεί. Δεν πρόσεξα να αρθρώνει λέξη, είχε ένα μόνιμο ζωγραφισμένο χαμόγελο. Θα θυμάστε τη Σοφία Βέμπο στο τραγούδι «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του μ’ όλα τα φτερά», αυτό μου ήρθε, έτσι αυθόρμητα για τον συμπέθερο Ζαχαρία, όταν είδα τα δαχτυλίδια που φορούσε. Εξείχαν τόσο πολύ από τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά του, λες και έβλεπες βιτρίνα κοσμηματοπωλείου. Φεγγοβολούσαν στα φώτα και τους προβολείς και λαμπίριζαν σαν τ’ αστέρια σε καθαρό ουρανό. Μα πόσα είχε ο αθεόφοβος; Γιατί δεν κοσμούσαν τα δάχτυλα τους ενός χεριού μόνο, αλλά και των δύο χεριών. Σκεφτηκα ότι πολλοί έχουν το ελάττωμα ή τον εγωισμό να σφίγγουν πολύ το χέρι κατά τον χαιρετισμό. Φαντάζομαι τι πόνο θα «τράβαγε» όταν θα γευόταν το θερμό χαιρετισμό καλεσμένου.
Σε λίγο θα άρχιζε ο χορός. Μόλις εμφανίστηκαν οι νιόπαντροι, ερχόμενοι από τη φωτογράφιση. Με το που ανέβηκαν στην πίστα, ακολούθησαν οι κουμπάροι, οι συμπέθεροι, τα αδέλφια, οι συγγενείς. Σαν άρχισε το «Ωραία που ‘ναι η νύφη μας», όλο το «ψίκι» ανέβηκε στην πίστα να συμπαρασταθεί, χτυπώντας παλαμάκια στους νιόνυμφους. Ήταν τόσος ο συνωστισμός που δεν έβλεπες τίποτα, ούτε νύφη, ούτε γαμπρό, μόνο «πισινούς» διαφόρων μεγεθών να λικνίζονται στους ρυθμούς της μουσικής.
Τέλος, αφού χόρεψαν τα νιόπαντρα και οι κουμπάροι, ήρθε και η σειρά των συμπεθέρων. Πού να βρεθεί ο συμπέθερός μας ο Ζαχαρίας; Χάθηκε κάτω από το νυφικό και τα φορέματα της Αντζουλίνας. Ίσως και να μπερδεύτηκε με τα παιδάκια. Βάζει μιά φωνή εκείνη και εμφανίζεται κάθιδρος, πελιδνός, τσαλακωμένος. Του ισιώνει την γραβάτα και του λέει να παραγγείλει τραγούδι.
Τον ρωτάνε οι οργανοπαίχτες ποιό τραγούδι θέλει κι’ αυτός ζαλισμένος με τα παιδιά, απαντά: «Μια ωραία πεταλούδα». Δεν το έχουμε αυτό κύριε, απαντούν οι μουσικοί. Ε, τότε πάρτε ένας δικό σας απαντάει εκείνος.
Ο χορός ανάλογος του ύψους του και του βάρους του, με «τσαλιμάκια» κρεμόταν από το μαντήλι και αιωρούνταν σαν μαραμένο «τσαμπί» σταφυλιού όταν φυσάει ο αέρας. Τι καμάρι η Αντζουλίνα να βλέπει τον λεβέντη της να κάνει φιγούρες. Θυμάται όταν την ζήτησε εις γάμον κοινωνία ο Ζαχαρίας, αντέδρασε στους γονείς, λέγοντάς τους: Μα είναι πολύ «μπασμένος», τι να τον κάνω; Οπότε επεμβαίνει ο πατέρας της και λέει: «Που θα βρούμε άλλον;». Κι έτσι κατέληξαν στα σκαλιά της εκκλησίας «εκόντα – άκοντα». Τον καημένο τον Ζαχαρία, ήταν γραφτό του να ζει κάτω από τις επιταγές της Ατνζουλίνας.
Θυμήθηκα κάποιον άλλο, που μεταξύ σοβαρού και αστείου, ζώντας παρόμοια κατάσταση μου λέει: Γιατρέ, όταν ήμουν μικρός με μαλώνανε, τώρα που μεγάλωσα και γέρασα πάλι με μαλώνουν. Εγώ πότε θα μαλώσω;
Να μας ζήσουν τα νιόπαντρα.
(ΜΕΤΣΟΒΟ)