Φταίνε οι ξένοι και οι πολιτικοί…

on .

Για χρόνια πολλά μας βόλευε όλους τους Έλληνες να επιρρίπτουμε τα δεινά της χώρας είτε στους «ξένους» είτε στους «πολιτικούς μας». Για όλα είχαμε έτοιμη την αιτιολογία και αρκούμασταν να αναθεματίζουμε τους «δυνατούς» της γης και να αφορίζουμε τους αντιπροσώπους μας. Βεβαίως αυτό το στερεότυπο είχε μια βάση αλήθειας και σε βάθος χρόνου.
Γιατί είναι γεγονός ότι η πατρίδα μας λόγω γεωγραφικής θέσης και ιστορικής προέλευσης πάντα προκαλεί το ενδιαφέρον και κυρίως τα συμφέροντα των άλλων. Τούτο επιβεβαιώνεται ως τις μέρες μας. Ενδιαφέρονται οι ξένοι για την εκμετάλλευση των μεγάλων αποθεμάτων στη θάλασσά μας πετρελαίου και φυσικού αερίου. Και πάντα η Ελλάδα έχει τη στρατηγική της σημασία λόγω θέσης για τους ισχυρούς, αφού η χώρα μας βρίσκεται σε κομβικό γεωγραφικό σημείο, γειτονεύει με την Τουρκία και είναι η ισχυρότερη των Βαλκανικών χωρών.
Επομένως η παρέμβαση των ξένων, συμμάχων και εχθρών, αποτελεί μια σταθερή και αμετάβλητη πραγματικότητα, την οποία οφείλουμε και να λαμβάνουμε υπόψη και να διαμορφώνουμε την ανάλογη πολιτική μας συμπεριφορά. Διότι, ειδικά στην εποχή μας, στα πλαίσια και της παγκοσμιοποίησης η πορεία κάθε χώρας εντάσσεται στον διεθνή χώρο και είναι αδύνατη η αυτονομία και η ανεξαρτησία της.
Και είναι ορθή η κριτική των συμπολιτών στους πολιτικούς για τα προβλήματα της χώρας και για τις παθογένειες γενικά της ελληνικής κοινωνίας. Και αυτό, διότι οι πολιτικές ηγεσίες νομοθετούν, αποφασίζουν και θέτουν τις εθνικές και οικονομικές στοχεύσεις. Ξεχνάμε όμως ότι και οι πολιτικοί είναι «σαρξ εκ της σαρκός μας» και με τη δική μας ψήφο αναλαμβάνουν την εξουσία. Άρα οι πολιτικοί μας έχουν την απόλυτη ευθύνη για επιλογές που δεν ρωτήθηκε ο λαός ή για πρακτικές που υπαγορεύονται από ορισμένες σκοπιμότητες, κομματικές ή προσωπικές.
Για παράδειγμα, δεν μπορεί κανείς να φορτώσει ευθύνες στο λαό για τη «Συμφωνία των Πρεσπών» ή για το «Υπερταμείο», αφού ποτέ η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μίλησε προκλογικά γι’ αυτά τα ζητήματα και ούτε ζήτησε τη γνώμη του κόσμου με κάποια διαδικασία δημοψηφίσματος.
Μ’ αυτές τις παρατηρήσεις θέλω να δείξω ότι υπάρχει ευθύνη σε όλους, ξένους, πολιτικούς και πολίτες, για την άσχημη κατάσταση της χώρας σε όλα τα επίπεδα. Είχαμε συνηθίσει να περιμένουμε από τους πολιτικούς μας να λύνουν τα προβλήματα αυτοί και μεις να απολαμβάνουμε τα επιτεύγματα της εκάστοτε εξουσίας. Είναι δε χαρακτηριστικό αυτής της νοοτροπίας το φαινόμενο «των αγανακτισμένων» οι οποίοι πίστεψαν για λίγο ότι η οικονομική κρίση μπορούσε να περάσει, αρκεί να έφευγαν οι τότε κυβερνώντες! Τα συμβάντα είναι σε όλους γνωστά και καλύτερα να τα ξεχνάμε.
Βλέποντας αυτή τη στάση των πολλών θα πρέπει να θυμούμαστε και να έχουμε κατά νου τη γνώμη του Θουκυδίδη στον Επιτάφιο, όπου ο Περικλής υποστηρίζει ότι για τη δημοκρατική Αθήνα ο πολίτης που δεν συμμετέχει στα κοινά δεν είναι αδιάφορος, αλλά «αχρείος». Αν αυτή η επισήμανση γινόταν αξίωμα πολιτικής συμπεριφοράς, τότε η σημερινή Ελλάδα θα είχε και διαφορετική ταυτότητα. Αλλά, δυστυχώς, χρειάζεται να ψάξει κανείς με το λυχνάρι του Διογένη για να συναντήσει «πολίτη» με την πραγματική σημασία του όρου.
Έτσι ερμηνεύεται και η αμηχανία μας μπροστά στις νέες πραγματικότητες που αναδύονται. Η κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος και το ξεθώριασμα των λεγομένων προοδευτικών αντιλήψεων μας οδηγούν σε μια άλλη διαδικασία αξιολόγησης των πραγμάτων. Ύστερα δεν υφίστανται σήμερα μοντέλα ούτε πολιτικά ούτε εξουσιαστικά για να μπορούμε να συγκρίνουμε και να έχουμε το κριτήριο της υποτιθέμενης υπεροχής κάποιων ώστε να πατάμε γερά σε ιδέες και να αγωνιζόμαστε.
Σύγχρονος στοχαστής γράφει: «Η Νέα ματιά έχει σχετικοποιήσει τις «εθνικές ιστορίες» και έχει αναβαθμίσει τη σημασία της εκάστοτε ενιαίας δομής του κόσμου όπως την αποκαλούσε ο Γκράμσι, τόσο στο οικονομικό επίπεδο (καπιταλισμός) όσο και στο γεωπολιτικό (διακρατικό σύστημα)».
Σ’ αυτό το περιβάλλον η νέα κυβέρνηση και κυρίως ο κ. Μητσοτάκης έχει δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες στον κόσμο και ελπίζω να μην διαψευστεί η κοινωνία, που τόσο ακριβά πλήρωσε την ευθύνη όλων.
ΧΑΡΗΣ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ