Ο Ηρόδοτος και τα Μαντεία Θήβας και Δωδώνης…

on .

 Ο Ηρόδοτος στην Ιστορία του δεν ασχολήθηκε καθόλου με τον Ηπειρωτικό χώρο.

Ούτε συστηματικά ούτε ευκαιριακά. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το Μαντείο της Δωδώνης και αυτό το κάνει με την ευκαιρία της επίσκεψής του στο Μαντείο της Θήβας της Αιγύπτου. Έτσι, του δίνεται η ευκαιρία να κάνει μία μεγάλη παρένθεση από εφτά παραγράφους στο δεύτερο βιβλίο του (Ευτέρπη) αφιερωμένες στις παραδόσεις για την ίδρυση του μαντείου της Δωδώνης και προσπαθεί να τους δώσει μία λογική εξήγηση κλπ. (όπως θα δούμε στη συνέχεια).
Τον Ηρόδοτο τον ενδιαφέρει κυρίως η μεγάλη σύγκρουση των δύο κόσμων της εποχής του, του Ελληνικού και του Περσικού ή Μηδικού και ό,τι σχετίζονταν με αυτή τη σύγκρουση.
Η Ήπειρος ίσως να μην έχει δάφνες από την μεγάλη δόξα των πολεμικών επιχειρήσεων και των μεγάλων θριάμβων των Ελλήνων πολεμηστών (λίγα Αμβρακιώτικα καράβια πήραν μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και 500 Αμβρακιώτες πολέμησαν στις Πλαταιές το 479 π.Χ.). Όμως έχει τη μεγάλη τιμή να μην είναι γραμμένη στον μαυροπίνακα των «μηδισάντων». Δεν ακολούθησαν τους Μήδους (Πέρσες). Δεν έδωσε στον Μεγάλο Βασιλέα, ούτε «γην», ούτε «ύδωρ». Πολύ περισσότερο, δεν σήκωσαν τα όπλα εναντίον των άλλων συνελλήνων, όπως έκαναν μερικοί άλλοι. Αυτό είναι ένας πραγματικός τίτλος τιμής.
Αλλά, αν δεν αναφέρεται ο Ηρόδοτος ειδικά στην Ήπειρο, αναφέρει όμως μερικά πράγματα που για την εποχή του δεν κρίνονταν σημαντικά. Για μας όμως σήμερα είναι σημαντικότατα. Τους ανθρώπους που κατοικούν στο χώρο αυτό τους αναφέρει ονομαστικά σαν Έλληνες. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και όταν αναφέρει τα φύλα τους και τις πόλεις τους, τα αναφέρει πάντοτε και μόνον, σε σχέση και σε αναφορά με άλλους Έλληνες και ποτέ με Ιλλυριούς ή άλλους βαρβάρους. Αρκεί να αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό. Όταν ο Κλεισθένης ο Τύραννος της Συκυώνας (περιοχή Κορίνθου) έστειλε προκήρυξη σε όλους τους Έλληνες καλώντας τους να διεκδικήσουν το χέρι και την προίκα της κόρης του Αχαρίστης, της μετέπειτα γιαγιάς του μεγάλου πολιτικού των Αθηνών Περικλή, σαν Έλληνες, κάλεσε και δύο Ηπειρώτες νέους και μάλιστα από την λεγόμενη σήμερα Βόρειο Ήπειρο…
Στον αποικισμό της Ιωνίας αναφέρονται, μεταξύ των άλλων Ελληνικών φύλων (φυλές) που την αποίκισαν ήταν και οι Μολούσοι (Μολοσσοί). Είναι γνωστό, επίσης, πόσο τονίζει την πανελλήνια ακτινοβολία του Μαντείου της Δωδώνης ο Ηρόδοτος, καθώς και την ακτινοβολία του Νεκρομαντείου (ή Νεκυομαντείου, νέκυς = νεκρός) της Θεσπρωτίας, που ήταν από τα αρχαιότερα και μεγαλύτερα κέντρα του Ελληνισμού και όπου στην κοινή γλώσσα λατρεύονταν οι κοινοί θεοί.
Ο ιστορικός μας, με την οξύτατη παρατηρητικότητά του, διαγράφει κατά τρόπο εύστοχο τα κοινά χαρακτηριστικά όλων των Ελλήνων, που μένουν τα ίδια μέχρι σήμερα και που σήμερα σε ευρύτερη κλίμακα, οι επιστήμονες του Διεθνούς Δικαίου, τα θεωρούν στοιχεία της έννοιας του όρου «έθνος».
Ο Ηρόδοτος στο όγδοο (8ο) βιβλίο του (Ουρανία) κεφ. 144, γράφει: «Οι Έλληνες όλοι έχουν το ίδιο αίμα, την ίδια γλώσσα, τα ίδια ιδρύματα (ναούς, βωμούς), των θεών. Είναι κοινά σ’ αυτούς, όπως και οι θυσίες και τα ήθη είναι τα ίδια («…αύθις δε το Ελληνικόν, εόν ομαιμόν τε και ομόγλωσσον, και θεών ιδρύματα τε κοινά και θυσίαι ηθεά τε ομότροπα των (=τούτων) προδότες γενέσθαι Αθηναίους ουκ αν ευ έχοι»).
Ο χαρακτηρισμός ταιριάζει απόλυτα και στους Ηπειρώτες σαν κομμάτι του Ελληνισμού.
Αναφορές του Ηροδότου  στην Ήπειρο
Στο δεύτερο βιβλίο του (Ευτέρπη) και στα κεφάλαια 52-57 κάνει λόγο για τα εξής θέματα: Ίδρυση του Μαντείου της Δωδώνης. Αναφέρει σχετικές παραδόσεις. Ομιλεί για τη λειτουργία του. Αυτό επέτρεψε στους Έλληνες να πάρουν από τους βαρβάρους τα ονόματα των Θεών. Οι Δωδωναίοι θεωρούνται Πελασγικής καταγωγής. Το Μαντείο αυτό θεωρείται το αρχαιότερο από όλα τα Μαντεία της Ελλάδος. Κάνει λόγο για τις ιέρειες Πελειάδες: «Δωδωναίων δε αι ιρείαι (=ιέρειες), των τη πρεσβυτάτη ούνομα ην Προμένεια, τη δε μετά ταύτην Τιμαρέτη, τη δε νεωτάτη Νικάνδρη».
Η μετάφραση των κεφαλαίων – παραγράφων 52-58 έχει ως εξής: 52 οι Πελασγοί παλαιότερα εθυσίαζαν προσευχόμενοι πάντα στους θεούς, όπως εγώ άκουσα στη Δωδώνη, ούτε όνομα έδιναν σε κανέναν από αυτούς ούτε επωνυμία (δηλ. δεν είχαν ονόματα για τους θεούς) γιατί δεν είχαν ακούσει ακόμα. Τους ονόμασαν δε θεούς για τον εξής λόγο: ότι αφού έβαλαν σε τάξη όλα τα πράγματα τα κυβερνούσαν.
Αξιοπρόσεκτο είναι ότι ο Ηρόδοτος είναι ο ιστορικός της αρχαιότητας που επισκέφτηκε τη Δωδώνη. Εδώ αξίζει να θυμηθούμε την πασίγνωστη απελπισμένη επίκληση του Αχιλλέα στον Πελασγικό Δία της Δωδώνης, μπροστά στα πλοία των Ελλήνων, που κινδύνευαν να καούν. (Ιλιάδος Π, στ. 233-235). «Ζευ άνα, Δωδωναίε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων, Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρον άμφί δέ Σελλοί ναίουσι σοι ύποφήται ανιπτόποδες χαμαιεύναι». Μετάφραση Πολυλά: «Δία θεέ Πελασγικέ, προστάτη στη Δωδώνην πέραν την κακοχείμωνην, όπου από σε προσφέρουν οι άλουστοι χαμόκοιτοι Σελλοί ρήματα θεία».
Η Ιστορία του Ηροδότου είναι Ιστορία των Μηδικών ή Περσικών πολέμων, η οποία παραδόθηκε χωρίς καμία διαίρεση. Οι μεταγενέστεροι τη διαίρεσαν σε εννέα βιβλία.
Ο Ηρόδοτος συνεχίζει: Νομίζω ότι ο Ησίοδος και ο Όμηρος υπήρξαν παλαιότεροί μου κατά τετρακόσια χρόνια και όχι περισσότερα. Αυτοί είναι που έγραψαν τη Θεογονία για τους Έλληνες και έδωσαν στους Θεούς τις επωνυμίες και τους μοίρασαν τιμές και τέχνες και μας έδωσαν τις μορφές τους.
Βλέπουμε εδώ ότι ο Ηρόδοτος αναφέρει τη Δωδώνη για να αποδείξει, να τεκμηριώσει τη θεωρία περί της καταγωγής και του ονόματος των θεών, όπως τα αναφέρουν οι ιέρειες της Δωδώνης. οι ιέρειες της Θήβας στην Αίγυπτο του διηγήθηκαν ότι δύο ιέρειες από τη Θήβα αρπάχτηκαν από τους Φοίνικες και για μεν τη μία απ’ αυτές έμαθαν ότι πουλήθηκε στη Λιβύη για την άλλη δε στους Έλληνες. Αυτές δε οι γυναίκες είναι που πρωτοΐδρυσαν τα Μαντεία στις χώρες που ανέφερα. Όταν τους ρώτησα από πού ξέρουν αυτά που λένε με τόση σιγουριά, είπαν απάνω σ’ αυτά, ότι οι ίδιοι αναζήτησαν πολύ τις γυναίκες αυτές και δεν μπόρεσαν να τις βρουν, έμαθαν όμως γι’ αυτές αυτά που είπαμε».

Πεντακόσιοι Αμπρακιώτες στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.)
Όπως είναι γνωστό, μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.), τον επόμενο χρόνο (479 π.Χ.), έγινε η μάχη των Πλαταιών (Βοιωτία). Ήταν η τελευταία μεγάλη σύγκρουση Ελλήνων και Περσών εντός του ελληνικού εδάφους. Αλλά και η νίκη των Ελλήνων εξίσου σημαντική με τον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα. Διότι, έστω και την τελευταία, την ύστατη στιγμή, αν νικούσαν οι Πέρσες, οι προηγούμενες νίκες δεν θα ωφελούσαν σε τίποτε.
Μέρος της υπέρτατης τιμής για τη μεγάλη αυτή νίκη ανήκει και στους 500 Ηπειρώτες Αμπρακιώτες (Αμπρακία – Άρτα). Ο Ηρόδοτος στο 9ο βιβλίο (Καλλιόπη) κεφ. 28 αναφέρει: «Μετά τους Ερμιονείς παρατάχτηκαν εξακόσιοι Ερετριείς και Στυρείς, μετά από αυτούς τετρακόσιοι Χαλκιδαίοι και μετά από αυτούς ΠΕΝΤΑΚΟΣΙΟΙ ΑΜΠΡΑΚΙΩΤΕΣ…».
Μετά την περιγραφή της ελληνικής παράταξης αρχίζει να μας περιγράφει την αντίπαλη πλευρά. Στο κεφ. 31, μεταξύ άλλων αναφέρει: «…Μετά δε τους Ινδούς παρέταξε (ο Μαρδόνιος) τους Σάκες (=Σκύθες) απέναντι των Αμπρακιωτών, των Ανακτορίων (σημ. Βόνιτσα) των Λευκαδίων, των Παλεών και των Αιγινητών.
Όταν στο τέλος της μάχης αναφέρει τις απώλειες από όλες τις πλευρές, για τους Αμπρακιώτες ο Ιστορικός δεν αναφέρει τίποτε.

Οι μνηστήρες της κόρης του  Κλεσθένη Αγαρίστης
Ο Τύραννος της Σικυώνας (περιοχή Κορίνθου) Κλεισθένης, γιος του Αριστωνύμου, από το 595-565 π.Χ., είχε μία κόρη την Αγαρίστη και φιλοδοξούσε να την παντρέψει με ένα νέο που έπρεπε να είναι καλύτερος από όλους τους Έλληνες. Μετά από μία νίκη του στους Ολυμπιακούς αγώνες ανακοίνωσε με κήρυκα στους συγκεντρωμένους Έλληνες ότι όποιος νομίζει τον εαυτό του άξιο να γίνει γαμπρός του, να πάει στη Σικυώνα και ύστερα από ένα χρόνο δοκιμασίας θα γινόταν ο γάμος με τον εκλεκτό του πατέρα.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει στο 6ο βιβλίο (Ερατώ) κεφ. 127 13 από τους υποψηφίους, ανάμεσα σ’ αυτούς αναφέρει και δύο Ηπειρώτες: «…Αυτοί μεν ήρθαν από την Ιταλία, από δε τον κόλπο του Ιονίου ο Αμφίμνηστος του Επιστρόφου από την Επίδαμνο. Αυτός από τον Ιόνιο κόλπο… από δε τους Μολοσσούς ο Άλκων. Τόσοι μεν ήταν οι μνηστήρες». Επομένως, ο Ένας από την Ελληνικότατη Επίδαμνο, παράλια του Ιονίου (=Ιόνιος κόλπος) και ο άλλος από την ενδοχώρα των Μολοσσών.
Επίδαμνος λεγόταν τότε το σημερινό Δυρράχιο. Ο Κλεισθένης όρισε ότι οι υποψήφιοι έπρεπε να είναι Έλληνες. Επομένως τον Επίστροφο και τον Άλκωνα τους θεωρούσε Έλληνες.
Όταν έφθασε η ημέρα της τελετής του γάμου, ο Κλεισθένης χωρίς να εκφράσει τη γνώμη του για κανένα έκανε εκατόμβη (=θυσία πολλών ζώων) και στο γεύμα που ακολούθησε κάλεσε όχι μόνον τους μνηστήρες, αλλά ολόκληρη τη Σικυώνα. Τις περισσότερες συμπάθειές του τις συγκέντρωνε ο Αθηναίος Ιπποκλείδης του Τισάνδρου, ο οποίος όμως κατά τη διάρκεια του τελευταίου αυτού γλεντιού, τα έκανε «θάλασσα». Με έναν άσεμνο χορό του, προκάλεσε την αηδία του πεθερού, ο οποίος του είπε: «Ω υιέ του Τισάνδρου, με χορό κλώτσησες το γάμο»… Ο Ιπποκλείδης τότε έδωσε την απάντηση που έμεινε παροιμιώδης μέχρι σήμερα: «Ου φροντίς Ιπποκλείδη» (Βιβλ. 6ο κεφ. 129).
Στο 9ο Βιβλίο του (Καλλιόπη) ο Ηρόδοτος αναφέρει πληροφορίες σχετικά με την Απολλώνια, η οποία ήταν Ελληνική πόλη κοντά στο σημερινό Δυρράχιο, το οποίο τότε λεγόταν Επίδαμνος. Από όλα αυτά φαίνεται καθαρά η Ελληνικότητα των βορείων περιοχών της Ηπείρου μέχρι το Δυρράχιο (Επίδαμνο).