Οι Βλάχοι παν στα χειμαδιά…

on .

Η θαμπάδα του πρωτοφθινόπωρου καιρού προκαλεί «τρανό» το δέος και σκορπίζει μια θλίψη, μιας και τα Τζουμέρκα θα στερηθούν των ηλιακών ασπασμών.
Οι «Βλάχοι», τσοπαναραίοι, τσελιγκάδες -που ’χαν τα χίλια πρόβατα τα πεντακόσια γίδια- όπως λέει το τραγούδι, κατηφορίζουν απ’ τις ορεινές περιοχές των Τζουμέρκων, προπομποί της εποχιακής αλλαγής. Επιστρέφουν στην απλωμένη αγκαλιά του κάμπου του ξεχειμαδιού.
Με τα «σέα» τους ροβολάνε. Στα «φορτιάρικα» τα σύνεργα του νοικοκυριού: προικιά, πουλερικά και «μαξούμια» στα μεσοσάμαρα, οι γυναίκες ζαλικωμένες τις σαρμανίτσες στη θριαμβευτική πορεία της επιστροφής.
Περίμεναν πρώτα να γίνει η εμποροπανήγυρη στα Γιάννενα να ξεπουλήσουν τα μαλλιά από το κούρεμα της άνοιξης και θα μείνει στην ιστορία η έκφραση: «Σαράντα το μαλλί και μη τ’ ανακατώνεις». Επίσης φλοκάτες (βελέντζες) πράσινες, κόκκινες, κίτρινες, γαλάζιες και σαμαροσκούτι. Θα πουλούσαν ακόμα τα ζωντανά που δεν θα άντεχαν τη διαδρομή Τζουμέρκα Άρτα – Πρέβεζα - Φιλιπιάδα.
Κινητή περιουσία τυλιγμένη με το βουνίσιο αγέρα και τη μοσχοβολιά, συνοδό των φρεσκοπλυμένων «σκουτιών». Τους έβλεπα εκείνα τα χρόνια, παιδάκι στο χωριό μου και χαζεύαμε στην άκρη του δρόμου με τα άλλα παιδιά και βάζαμε στοίχημα ποιος θα μετρήσει όλα τα πρόβατα. Οι τσοπαναραίοι μου φάνταζαν ψηλοί, λεβεντόκορμοι με παχιά μουστάκια και ροδοκόκκινα μάγουλα, με τις γκλίτσες στα χέρια οι γέροντες για αποκούμπι και οι νέοι στους ώμους που κρεμούσαν τα χέρια τους.
Έβλεπες και τους γέρους του χωριού μου, ξερακιανοί, με παλιά μπαλωμένα ρούχα με τα «κασκέτα» (καπέλα) και σου έκανε εντύπωση η διαφορά. Τους έβλεπες λοιπόν τους «Βλάχους», Συρακιώτες και Καλαρρυκιώτες, κυρίως να διαβαίνουν τον «Τζιαντέ» σαν κορδέλα, μια κοινωνία με πατριαρχικές φαμίλιες. Βουκολική εικόνα, γεμάτη ειδυλλιακότητα, να χαίρονται όλοι τους την ισοτοπιά, την ημεράδα του κατοικημένου τοπίου, που στηνόταν φιλικό κοντά τους.
Ώρες πολλές η περπατησιά. Συνεχής η αλλαγή των παραστάσεων και ξωπίσω των γυναικόπαιδων, πεζές στη στράτα της βιοπάλης, νιές και μεσόκαιρες και άντρες, ενώ τ’ αθώα τετράποδα σκυφτοκέφαλα μετρούν οπτικά και με ρυθμό την άνυδρη γη, την ξερή κι άχρηστη γι’ αυτά.
Κάθε λίγο να σαλαγάνε τα ζωντανά με τη δική τους την βλάχικη διάλεκτο, να σφυρίζουν και στο άκουσμα και τα σκυλιά από κοντά να γαβγίζουν και αυτά και να «προγκίζουν» τα πρόβατα μόλις λοξοδρομούσαν. Περπατούσαν δίχως σταματημό και μόνο όπου έβρισκαν νερό σταματούσαν να ξεδιψάσουν τα ζώα.
Σαν τα βήματά τους μετρούν την απόσταση, ο νους νοσταλγικά τριγυρνά στις ρεματιές, τα δάση, τα νερά τα απόσκια που αποζητάν τους λάτρεις τους. Πόσα όνειρα στις σκυφτομάτες κοπελιές, τις ντροπαλές, τις ροδομάγουλες που ζυγώνουν στα κέντρα του θαυμασμού.
Μόλις λοιπόν ξεπεζεύανε στο χειμαδιό, προς το σχολείο τα μαθητούδια. Οι τσελιγκάδες αδερφωμένοι θα ξοδιάζουνε ευχάριστα το χρόνο της πεδινής παραμονής, στα μπακαλιά, τους καφενέδες και στις χαρούμενες στιγμές της κοσμοαντάμωσης με γλέντια όπως στα πανηγύρια του χωριού. Θα κλείσουν και κάναν αρραβώνα να αυγατίσουν το κοπάδι. Αισθάνονται τη διαφορά απ’ τη φυσιολατρική διακονία και τα ανθρώπινα έργα της πυκνοκατοικημένης πολιτείας.
Απ’ εδώ και πέρα θα ζήσουν σαν άνθρωποι, μέσ’ τις καλύβες μεν, μα την πολυκοσμία θα την αισθανθούν με κοινωνικές σχέσεις. Δεν θα ’χουν τα ζουλάπια και τα στοιχειά να αντιμετωπίσουν. Άσχετα αν θα αντιμετωπίσουν άλλα «ζουλάπια» πιο επικίνδυνα από τ’ αγρίμια του βουνού.
Ένας γέρος θυμάμαι από το Συρράκο μου είχε πει την εμπειρία του, όταν πρωτοκατέβηκε απ’ τα βουνά στα χειμαδιά. Όπως θα ξέρετε, εκείνα τα χρόνια οι τσοπάνηδες φορούσαν ρουχισμό μάλλινο, μέσα - έξω.
Έτσι λοιπόν κι ο μπάρμπα Πέτρος, αμούστακο παιδί ακόμα, περπάτησε πόσα μερόνυχτα να φτάσει στα χειμαδιά, στην Πρέβεζα, που την αγνάντευε από ψηλά, όπως λέει και το τραγούδι του Βλαχοθανάση:
«Βγήκα ψηλά στα διάσελα μωρέ βλαχοθανάση
κι αγνάντεψα την Πρέβεζα
Γύρω - τρογύρω θάλασσα
Και τα βουνά γαλάζια».
«Είχα ανάψει λέει από την αφόρητη ζέστη και έλεγα: πού θα βρω λίγο νερό, ενώ κοντεύαμε στην Πρέβεζα και πράγματι ξαφνικά απλώνεται μπροστά μου ολάκερη θάλασσα. Τρέχω γρήγορα να πιώ νερό. Γονατίζω και βάζω τις χούφτες μου και πίνω. Τί το ήθελα; Σάμπως ήξερα ότι το νερό ήταν αλατισμένο»!
Τώρα πια έχουν αλλάξει τα πράγματα, τα ζώα μεταφέρονται με τα φορτηγά και οι τσοπαναραίοι όλοι έχουν τροχοφόρα. Σ’ εμάς τους παλιότερους θα μείνουν όμως αξέχαστες εκείνες οι εποχές, οι αγνές, οι αθώες.
(Μέτσοβο)