Με αρχαιοελληνικό υπόστρωμα το βλάχικο γλωσσικό ιδίωμα…

on .

Στα πλαίσια του δημόσιου διαλόγου που έχει ξεκινήσει προ ημερών ο «Π.Λ.» για τα «βλάχικα», δημοσιεύουμε σήμερα άρθρο του γνωστού δημοσιογράφου Δημήτρη Στεργίου που αποδεικνύει την ελληνική, κατά βάση, προέλευση του βλάχικου ιδιώματος της περιοχής του και γενικά των ιδιωμάτων που ομιλούνται στην Ελλάδα.

Μάλιστα ο κ. Στεργίου έχει γράψει και σχετικό λεξικό με 4.500 λέξεις, το οποίο συμπληρώθηκε και με 800 Ομηρικές. Σημειώνουμε ότι ο έμπειρος δημοσιογράφος είναι συγγραφέας 25 οικονομικών, ιστορικών, λαογραφικών και λογοτεχνικών βιβλίων. Γεννήθηκε στην Παλαιομάνινα Αιτωλοακαρνανίας από αγρότες γονείς. Διετέλεσε διευθυντής Σύνταξης του «Οικονομικού Ταχυδρόμου», στέλεχος των εφημερίδων «Βήμα» και «Νέα» επί τριάντα χρόνια και Διευθυντής του «Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής».
***
Να τι γράφει στον «Π.Λ.» σχετικά με το «βλάχικο ιδίωμα» ο κ. Δημ. Στεργίου:
-Το γλωσσικό ιδίωμα της Παλαιομάνινας και, φυσικά, και των άλλων πέντε ριμένικων χωριών της Ακαρνανίας με είχε απασχολήσει από τότε που ήμουν μαθητής του Γυμνασίου της Παλαμαϊκής Σχολής Μεσολογγίου και μάλιστα από τις πρώτες τάξεις, καθώς διακρινόμουν στα μαθήματα των αρχαίων ελληνικών και λατινικών με βαθμό άριστα (20!). Αυτό, όπως διαπίστωσα στη συνέχεια, οφειλόταν στο γλωσσικό ιδίωμα του χωριού μου που ήταν μητρική “γλώσσα”. Δηλαδή, καθημερινώς διαπίστωνα ότι πολλές λέξεις του κειμένου των ραψωδιών των επών του Ομήρου και των λατινικών είναι σχεδόν ίδιες σε σημασία με εκείνες των γονιών μου! Όλες αυτές τις λέξεις τις συγκέντρωνα σε ειδικό τετράδιο – αρχείο. Ύστερα από μελέτες και συνεχείς έρευνες και με τη βοήθεια κι άλλων λεξικών και, κυρίως, του ογκώδους “Ετυμολογικού Λεξικού της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης” του Κωνσταντίνου Νικολαϊδη (1909) εγκιβώτισα όλο αυτό το υλικό στο βιβλίο μου “4.500 μυκηναϊκές, ομηρικές, αρχαιοελληνικές, βυζαντινές και νεοελληνικές λέξεις στον βλάχικο λόγο”, το οποίο κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Δημήτρη Παπαδήμα το 2005, το οποίο στη συνέχεια συμπληρώθηκε με την έκδοση χωριστού βιβλίου που περιέχει τις 800 ομηρικές λέξεις!
Επιτρέψτε μου να αποτολμήσω και να απαριθμήσω, ως απάντηση σε μιαν περιρρέουσα συζήτηση ή προπαγάνδα και τα “καινά δαιμόνια” που εισήχθησαν τα τελευταία χρόνια και στην Ακαρνανία για το ... “αλβανικό” γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής, μερικές διαπιστώσεις που προκύπτουν από το βιβλίο αυτό, αλλά και από άλλα δύο ντοκουμέντα που θα παραθέσω στη συνέχεια:
• Πρώτον, πολλές (δεκάδες) ελληνοβλάχικες λέξεις δεν αποτελούν δάνεια ή επιδράσεις από την αρχαία ελληνική ή τη λατινική, αλλά είναι συνέχεια της μυκηναϊκής, ομηρικής και βυζαντινής γλώσσας. Η επισήμανση αυτή ενισχύεται από την εκπληκτική διαπίστωση ότι στον ελληνοβλάχικο λόγο υπάρχουν πολλές (δεκάδες, όπως ήδη αναφέρθηκε) ομηρικές λέξεις που δεν υπάρχουν στη … νεοελληνική, αλλά που χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά στην αρχαία Ελλάδα από τους προγόνους των σημερινών Ελλήνων - Ριμένων! Δηλαδή, οι πρόγονοί μας είναι αυτόχθονες Έλληνες.
• Δεύτερον, η διαπίστωση αυτή μαζί, με εκείνη που αφορά την κυριαρχία χιλιάδων νεοελληνικών ριζών στο βλάχικο λόγο, καταδεικνύουν ότι οι Ελληνόβλαχοι, ως αυτόχθονες, κατοικούν συνεχώς στον ελλαδικό χώρο από τα βάθη των αιώνων. Απλώς, όπως καταδεικνύεται από τις ρίζες που καταγράφονται στο βιβλίο αυτό, οι Έλληνες αυτοί, καθώς δεν χρησιμοποιούσαν γραπτή διάλεκτο, συνεχώς εμπλούτιζαν τον αρχικό αρχαιοελληνικό λόγο τους με λέξεις, που επιβάλλονταν από τη συνεχή και βαθμιαία εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας και, φυσικά, την αναγκαία χρήση της δημώδους λατινικής μετά την επικράτηση των Ρωμαίων.
• Τρίτον, οι σημερινές εξελίξεις στην ελληνική αλλά και άλλες γλώσσες εξ αιτίας της παγκοσμιότητας και της επιβολής της αγγλικής και άλλων γλωσσών ως αναγκαίων για τη συνεννόηση, την προώθηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και την επαγγελματική και επιστημονική καταξίωση, επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση ότι ο βασικός αρχικός κορμός της ελληνοβλάχικης διαλέκτου ήταν αρχέγονος, ήταν αρχαιοελληνικός, και ότι με την πάροδο των ετών και των αιώνων εμπλουτίσθηκε με δάνεια στοιχεία από γλώσσες (κυρίως τη δημώδη λατινική) και διαλέκτους που ήταν απαραίτητες για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω.
• Τέταρτον, σε ένα γλωσσικό ιδίωμα, όπως είναι το ελληνοβλάχικο, που δεν γράφτηκε ποτέ, είναι κυρίαρχη η μεταβολή γραμμάτων, θεμάτων και καταλήξεων πολλών λέξεων, όπως συμβαίνει άλλωστε και σήμερα σε περιοχές της χώρας μας, όπου κατοικούσαν και κατοικούν αγράμματοι. Από τη μελέτη πολλών λεξικών για τη συγγραφή του παρόντος βιβλίου, προκύπτει ότι η παραφθορά των λέξεων στην αρχή και στις καταλήξεις είναι συνήθης. Για το λόγο αυτό ίσως παρατηρήσουν μερικοί φίλοι μερικές «επαναλήψεις» λέξεων, οι οποίες γράφονται αλλιώς στη μία περίπτωση και αλλιώς στην άλλη, με αποτέλεσμα ο υπολογιστής να τις εντάσσει στην «οικεία» θέση τους!
• Πέμπτον, η κυριαρχία χιλιάδων μυκηναϊκών, ομηρικών, βυζαντινών και νεοελληνικών ριζών στον βλάχικο λόγο καταδεικνύει ότι η μόνη σχέση που υπάρχει μεταξύ της ελληνοβλάχικης λαλιάς και εκείνης των άλλων αλλογενών Βλάχων, δηλαδή μη Ελλήνων, κυρίως στη Βαλκανική, είναι η χρήση λέξεων της δημώδους λατινικής. Γιατί, όπως τουλάχιστον γνωρίζω, δεν υπάρχουν σε καμιά από τις άλλες βλάχικες λέξεις μη Ελλήνων κατοίκων άλλων χωρών της Βαλκανικής οι μυκηναϊκές, οι ομηρικές, οι βυζαντινές και οι νεοελληνικές λέξεις που καταγράφονται στο βιβλίο αυτό! Η διαπίστωση αυτή αποτελεί ηχηρότατο ράπισμα στη γνωστή ανθελληνική προπαγάνδα και σε όλους εκείνους που επιμένουν στην καθιέρωση και αναγνώριση κοινής βλάχικης γλώσσας . Διότι, όπως αναφέρθηκε ήδη, με εξαίρεση τις λέξεις της δημώδους λατινικής, ο ελληνοβλάχικος ή ο ριμένικος λόγος δεν έχει καμιά άλλη σχέση με τις άλλες αλλογενείς βλάχικες προφορικές λαλιές.
• Έκτον, αυτό το ευρύτατο αρχαιοελληνικό υπόβαθρο του ελληνοβλάχικου λόγου με το ολοένα αυξανόμενο και διευρυνόμενο λεξιλόγιό του αποτελεί μιαν ακόμα ηχηρότατη απάντηση σε όλους εκείνους που τάχα ανησυχούν ότι θα χαθεί η προφορική ριμένικη λαλιά. Καταδεικνύεται, λοιπόν, όταν αυτός ο ελληνοβλάχικος λόγος επέζησε στο διάβα των αιώνων και παραδόθηκε σε μας ακόμα πιο πλούσιος και καθαρός, παρά τις κατακτήσεις, τις αλλότριες επιδρομές, τον κυρίαρχο αναλφαβητισμό και την έλλειψη παιδείας και τεχνολογίας, αντιλαμβάνεται κανείς ότι θα συνεχισθεί με μεγαλύτερη ορμή ως λαμπρό πολιτιστικό στοιχείο.
**
Και, επιτρέψτε μου πάλι, να συνοδεύσω αυτές τις διαπιστώσεις με τρία ηχηρά ντοκουμέντα:
- Πρώτον, ο αείμνηστος μέγας Κωνσταντίνος Νικολαϊδης αναφέρει στην εισαγωγή του παραπάνω Λεξικού του ότι αρίθμησε συνολικά 6.657 «κουτσοβλαχικές» λέξεις. Από αυτές, όπως αναφέρει, οι 2.605 κατάγονται από τη λατινική, οι 3.460 από την ελληνική, 150 από την αλβανική, 185 από τη σλαβική, ενώ οι υπόλοιπες είναι κατασκευασμένες και άγνωστης καταγωγής. Ύστερα από 100 περίπου χρόνια, από τη δική μου καταγραφή προκύπτει ότι (μέχρι στιγμής τουλάχιστον) στον ελληνοβλάχικο λόγο υπάρχουν συνολικά 4. 087 λέξεις, δηλαδή πάνω από 600 περισσότερες από όσες είχε καταγράψει ο Νικολαϊδης! Είναι εκπληκτική η διαπίστωση ότι από 4.087 αυτές ελληνικές λέξεις στον ελληνοβλάχικο λόγο, οι 487 είναι ομηρικές (μερικές από αυτές ο Νικολαϊδης θεωρεί ότι είναι … λατινικές!), οι 273 αρχαιοελληνικές, 52 μυκηναϊκές (ο Νικολαϊδης θεωρεί όλες αυτές ως … λατινικές!) και δέκα βυζαντινές. Το συμπέρασμα από αυτό το ντοκουμέντο είναι ότι, μολονότι μια λαλιά, όπως η ελληνοβλάχικη, είναι προφορική, όχι μόνο δεν αποδυναμώνεται, αλλά συνεχώς εντοπίζονται σε αυτόν αρχέγονα στοιχεία, τα οποία επιβεβαιώνουν την επιστημονική διαπίστωση για την αυτοχθονία των Ριμένων και το πλατύ αρχαιοελληνικό υπόβαθρο. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και από τα τοπωνύμια της περιοχής μας, από τα οποία προκύπτει ότι, σε αντίθεση με τον συγγραφέα για τους “Αρβανιτοβλάχους/Καραγκούνηδες” της Ακαρνανίας είναι όλα ... αλβανικά, είναι σχεδόν ελληνικά (υπάρχουν ένα – δύο αλβανικά, αλλά κι αυτά έχουν ενσωματωθεί στο ελληνικό λεξιλόγιο, και κανένα … ρουμάνικο!). Επισημαίνεται ότι τοπωνύμιο σημαίνει, σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης , το όνομα ενός τόπου και αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο της τοπικής ιστορίας, του πολιτισμού και των κατακτήσεων, επιδράσεων και κατοίκησης μιας περιοχής.
Αλλά, το ηχηρότατο ράπισμα στη “θεωρία” ότι οι ριμένοι της Ακαρνανίας ήταν και τρίγλωσσσοι, δηλαδή μιλούσαν και αλβανικά, αναφέρει ο Βάιγκαντ. Στη σελίδα 226 του Α΄ Τόμου, γράφει τα εξής όταν επισκέφθηκε την Κατσαρού (σημερινή Γουριώτισσα), όπου φιλοξενήθηκε και τραγούδησαν: «Στα τραγούδια ήταν επίσης παράξενο ότι τα κείμενα ήταν εντελώς ακατανόητα για τους τραγουδιστές και τους ακροατές. Ούτε ο Αλβανός συνοδός μου, ο Εφραίμ Γκίνης, δεν κατάφερε να καταλάβει κάποιο κείμενο με συνοχή…». Αντιλαμβάνεσθε, λοιπόν, πόσο τρίγλωσσοι ήταν οι … «Καραγκουνόβλαχοι» της Ακαρνανίας, που δεν καταλάβαιναν τις … αλβανικές λέξεις, αλλά και ούτε ο Βάιγκαντ, που γνώριζε καλά αλβανικά, και το, κυριότερο, ούτε ο Αλβανός συνοδός του! Ένα ίδιο περιστατικό περιγράφει και σε άλλη σελίδα ότι πήγε στο χάνι του χωριού και μιλούσε με τον συνοδό του Αλβανό στα ... αλβανικά, αλλά, όπως γράφει, “οι παρευρισκόμενοι νόμιζαν ότι μιλούσαμε ... φράγκικα”!!! Γράφει: “ Εκεί μαζεύτηκαν οι άντρες που είχαν παρατηρήσει εδώ και πολύ καιρό τον ερχομό μας στην πεδιάδα και που τώρα ήταν περίεργοι να μάθουν «ποιού είναι αυτοί οι ξένοι». Εγώ τους μίλησα μόνο ελληνικά, ενώ με το συνοδό μου μίλησα αλβανικά, που αυτοί θεωρούσαν φράγκικη γλώσσα...” Από πού και ως πού, λοιπόν, οι Κουτσόβλαχοι ή Αρβανιτόβλαχοι είναι τρίγλωσσοι; Οι Κουτσόβλαχοι (το ριμένικο γλωσσικό ιδίωμα είναι το ίδιο ακριβώς με αυτό που παρουσιάζει στο Λεξικό του ο Νικολαϊδης!) δεν είναι ούτε Αρβανιτόβλαχοι ούτε Αλβανόβλαχοι, ούτε «ανάμικτοι» Βλάχοι. Οι Κουτσόβλαχοι, όπως επισημαίνει ο Νικολαίδης, έχουν «ολίγον βλαχισμόν, ολίγας βλαχικάς λέξεις, ολίγα ήδη και έθιμα, τα πλείστα τούτων ελληνικά, εξ ού ελληνοβλάχικη γλώσσα, εν αντιθέσει προς την ρουμανικήν, ήτις δια το επικρατέστερον σλαβικόν στοιχείον ονομαστέα σλαβοβλαχική».
- Δεύτερον, ένα ηχηρότατο ντοκουμέντο για την αυτοθονία των Ριμένων ως απογόνων αρχαίων Ελλήνων είναι αυτό που αφορά στο ονοματεπώνυμό τους. Στην Παλαιομάνινα, τον πατέρα μου τον έλεγαν : Νίδα α Ντόνα = Λεωνίδας ο (γιος) του Αντωνίου. Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν τον Περικλή: Περικλής ο του Ξανθίππου! Πώς έλεγαν τον Αλέξανδρο; Αλέξανδρος ο του Φιλίππου!
- Τρίτον, προσκομίζω ένα ακόμη ηχηρότατο ντοκουμέντο, το οποίο παρουσιάζει ο καθηγητής και φίλος μου Αχιλλεύς Λαζάρου συνεχώς και σε κάθε ευκαιρία. Πρόκειται για τον τρόπο εκφώνησης των αριθμών ολογράφως από τους αρχαίους Έλληνες, ο οποίος είναι ακριβώς όπως και στους Ελληνόβλαχους!!! Ο 'Ομηρος, για παράδειγμα, στην Ιλιάδα (Κ 488, Β 637 και παντού) αναφέρει τον αριθμό «12» ως εξής: «δυώδεκα» = δύο και δέκα! Πώς αναφωνούν οι Ριμένοι τον ίδιο αριθμό ; «Ντάου σι τσάτσι» = δύο και δέκα = δώδεκα! Τα ομηρικά έπη είναι γεμάτα από τέτοια παραδείγματα. Δηλαδή, οι Ελληνόβλαχοι, όπως και οι Έλληνες στην ομηρική εποχή για τα αριθμητικά, προτάσσουν των δεκάδων τις μονάδες και έτσι ακριβώς τα προφέρουν!!! Τυχαίο κι αυτό;
**

Σπεύδω να σημειώσω ότι η ταπεινότητά μου δεν διεκδικεί «δάφνες» με την ιδιότητα ενός ειδικού. Απλώς, έκρινα ότι ήταν ορθό και ωφέλιμο να δημοσιοποιηθεί ενισχυμένο όλο αυτό το πλούσιο υλικό που συγκέντρωνα επί πέντε δεκαετίες από την ενασχόλησή μου με το θέμα αυτό, από βιβλιοθήκες, από μελέτες δεκάδων βιβλίων και από το περιβάλλον της οικογενείας μου και του χωριού μου. Σημειώνεται ότι και οι φιλολογικές, πέρα από τις οικονομικές, σπουδές μου, συνέβαλαν κυρίως στην ενίσχυση της «όσφρησης» και της «εικόνας» που δημιουργούσε το άκουσμα από τους γονείς μου, τα αδέρφια μου, τους συγγενείς μου και τους συγχωριανούς μου κάθε ελληνοβλάχικης λέξης. Έχω αναφέρει ήδη την περίπτωση του «κηρύκου». Το καλοκαίρι του 2000, όταν διοργανώνονταν οι γνωστές πολιτιστικές εκδηλώσεις στο χωριό μου με κορυφαίο θέμα το Βλάχικο Γάμο της Παλαιομάνινας, το βλάχικο γαμήλιο φαγητό, τραπέζι και γλέντι, ο αδερφός μου Αριστοτέλης, που είχε φορέσει τη φουστανέλα του παππού μου, μού ζητούσε και γκλίτσα, λέγοντας: “Δεν έχω κηρύκου, δεν έχω κηρύκου, βρες μου ένα κηρύκου»! Αιφνιδιάστηκα! Διότι την ίδια στιγμή ήρθε στο μυαλό μου η εικόνα του «κηρυκείου» του Ερμή! ΄Ετσι, λέμε στην Παλαιομάνινα τη γκλίτσα, δηλαδή «κηρύκου». Αλλού λέγεται «καρλίγκου», αλλά το ίδιο είναι!

Επίσης, διευκρινίζω ότι η αναγραφή όλων σχεδόν των λέξεων στο βιβλίο στηρίζεται στη λαλιά την οποία μού παρέδωσαν οι γονείς μου και οι συγχωριανοί μου. Αυτό σημαίνει ότι ορισμένες ή πολλές από τις λέξεις αυτές να προφέρονται ή και να αναγράφονται διαφορετικά από κατοίκους άλλων βλαχόφωνων περιοχών, από άλλους σύμβλαχους.
Αυτή η επισήμανση κρίνεται από τον γράφοντα θετική, διότι η διαπίστωση αυτή ίσως καταμαρτυρεί το θαυμαστό κόσμο της αθάνατης ελληνικής γλώσσας και του προφορικού (ακόμα περισσότερο!) ελληνοβλάχικου λόγου. Ως επιβεβαίωση της ορθότητας των λέξεων αυτών μελέτησα δεκάδες σοβαρά Λεξικά και, κυρίως, δημοτικά τραγούδια της Ηπείρου. Όχι μόνον επιβεβαιώθηκαν όλες οι λέξεις αυτές , αλλά και εντοπίσθηκαν και δεκάδες άλλες που είχα ξεχάσει.
**

Πάντως, με την ευκαιρία αυτή θέλω να εκφράσω το θαυμασμό μου και την άπειρη ευγνωμοσύνη μου προς όλους, Έλληνες και ξένους, οι οποίοι, ποιος ξέρει, με πολύ μόχθο, ξενύχτια, αγωνία, πάθος για την έρευνα και την άρτια παρουσίαση του έργου τους, μάς παρέδωσαν εντυπωσιακά σε περιεχόμενο και ποιότητα Λεξικά των μυκηναϊκών πινακίδων, των ομηρικών επών, της αρχαίας κλασικής ελληνικής γραμματείας και της νέας ελληνικής γλώσσας. Ιδιαίτερα, θέλω να εκφράσω το θαυμασμό μου και την ευγνωμοσύνη μου και να αποτίσω φόρο τιμής στον μεγάλο εκπαιδευτικό αείμνηστο Κωνσταντίνο Νικολαϊδη, ο οποίος, παρά τις τότε αντίξοες συνθήκες, κατόρθωσε να μάς παραδώσει το 1909 το γνωστό «Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλαχικής», που είναι το «Ευαγγέλιό» μας.
**
Ίσως ορισμένοι πάλαι ποτε “φίλοι” και σήμερα “πολέμιοί” μου, όπως, για παράδειγμα, ο καθηγητής Γλωσσολογίας Κώστας Ντίνας, που με χαρακτήρισε ως “γραφικό” σε κάποια εκδήλωση στη Βέροια (παλιά ερχόμενος στο γραφείο μου στην εφημερίδα μού πρόσφερε τα βιβλία του “με ιδιαίτερη τιμή και φιλία”!) να θεωρήσουν μερικές ετυμολογικές ερμηνείες ως υπερβολικές, τυχαίες ή συμπωματικές! Πιθανόν! Όλα συμβαίνουν σε μιαν έρευνα, αρκεί ο πάντοτε εποικοδομητικός αντίλογος ή διάλογος ή κατάθεση να συνοδεύεται από αντίστοιχο διαφορετικό επιστημονικό ή άλλο ντοκουμέντο και όχι με ... ύβρεις και μάλιστα από καθηγητή Πανεπιστημίου και μάλιστα Γλωσσολογίας! Μόνο έτσι η έρευνα συμβάλλει σε κάποια νέα αποκάλυψη και ενημέρωση, για την οποία, άλλωστε, γίνεται.