Ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται στην Πελοπόννησο

on .

Το Μάρτιο του 1824 ο σουλτάνος Μαχμούτ σύναψε συμφωνία με τον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου με την οποία η Κρήτη και η Κύπρος παραχωρούνταν στον Αιγύπτιο πασά, ως ανταμοιβή για τη βοήθεια στον αγώνα εναντίον των Ελλήνων.

Ο Ιμπραήμ αφού κατέστρεψε την Κάσο και αφού κατέπνιξε την επανάσταση στην Κρήτη, περίμενε στη Σούδα νέες επικουρίες στα τέλη του 1824. Στις αρχές του 1825 έλαβε τις νέες επικουρίες από την Αίγυπτο. Έτσι, στις 12 Φεβρουαρίου 1825 αποβίβασε χωρίς αντίσταση στη Μεθώνη της Πελοποννήσου 4 χιλιάδες πεζούς και 500 ιππείς με ισχυρό πυροβολικό.
Δυστυχώς, όμως, από ελληνικής πλευράς τα πράγματα ήταν πολύ δυσάρεστα. Είχε μεσολαβήσει ο εμφύλιος πόλεμος και επικρατούσε γενική αδράνεια. Ο Κολοκοτρώνης και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν φυλακισμένοι στην Ύδρα στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Η Κυβέρνηση του Γεωρ. Κουντουριώτη είχε μετατρέψει το μοναστήρι σε φυλακή και έκλεισε εκεί τους αντιπάλους της. Εκτός αυτού, η Κυβέρνηση Κουντουριώτη είχε παραμελήσει τα πάντα. Ούτε στρατός υπήρχε, ούτε άξια λόγου προετοιμασία. Παραμέλησε τη στρατιωτική φροντίδα, αφού σπατάλησε τα χρήματα του αγγλικού δανείου κατά μεγάλο μέρος σε φατριαστικές ανάγκες.
Έτσι, ο Ιμπραήμ εκινείτο άνετα χωρίς φόβο. Εφόσον δεν συνάντησε καμία αντίσταση εκινείτο γρήγορα. Ο στρατός του κατέλαβε άνετα τη Χερσόνησο της Μεθώνης. Αφού κατέλαβε την Κορώνη, εκινήθηκε κατά των δύο φρουρίων του Ναυαρίνου, δηλαδή του Νεοκάστρου και της Πύλου, στα οποία οι Έλληνες είχαν ανεπαρκείς φρουρές…
Η Κυβέρνηση Κουντουριώτη, δυστυχώς, είχε παραμελήσει τα πάντα. Ούτε στρατός υπήρχε, ούτε άξια λόγου προετοιμασία. Οι τρεις χιλιάδες στρατιώτες, όταν ήλθαν σε σύγκρουση με τον στρατό του Ιμπραήμ στη θέση Κρεμμύδι, διασκορπίστηκαν και διαλύθηκαν. Γιατί δεν είχαν ηγέτη να τους εμψυχώνει.
Ο Ιμπραήμ επιτέθηκε κατά των δύο φρουρίων του Ναυαρίνου της Πύλου και το Νεόκαστρο. Οι Έλληνες είχαν την ατυχή έμπνευση να αποβιβάσουν στρατό στη νήσο Σφακτηρία, η οποία βρίσκεται μπροστά στον όρμο της Πύλου και δίνει την εντύπωση ότι φράσσει την είσοδο στον όρμο. Αποβίβασαν εκεί οχτακόσιους άνδρες με μερικά τηλεβόλα. Μερικοί από εγκρίτους άνδρες ήταν μεταξύ των αποβιβασθέντων, όπως ο Μαυροκορδάτος, ο Τσαμαδός, ο Αναγνωσταράς.
Ο αιγυπτιακός στόλος, μετά από ισχυρό βομβαρδισμό αποβίβασε μερικές χιλιάδες Άραβες και τότε άρχισε πάνω στη Σφακτηρία πάλη, όμοια με εκείνη, την οποία περιγράφει ο Θουκυδίδης μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών στο ίδιο νησί τη Σφακτηρία κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Οι Έλληνες φονεύτηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Ο Τσαμαδός, ο Αναγνωσταράς και ο Ιταλός φιλέλληνας Σανταρόζας έπεσαν, ο δε Μαυροκορδάτος και ο Σαχτούρης μόλις διασώθηκαν πάνω στον πάρωνα του Τσαμαδού τον Άρη, ο οποίος διέσχισε με δραματικές συνθήκες τον αιγυπτιακό στόλο.
Ενώ επιχειρούσε να διαφύγει, ευρέθηκε περικυκλωμένος από πλήθος φρεγατών και άλλων μεγάλων και μικρών εχθρικών πλοίων και δέχονταν τα συγκεντρωμένα τους πυρά. Αλλά, η ικανότητα του διοικητή του Βώκου και η αφοσίωση των πληρωμάτων, τα οποία είχαν ανεβάσει από το εικόνισμα του πλοίου την εικόνα της Παναγίας στο κατάστρωμα και τέλεσαν τελευταία δέηση για την σωτηρία τους, έφερε την επιχείρηση σε αίσιο τέλος.
Όταν τα αιγυπτιακά πλοία είχαν πλησιάσει τον Άρη σε απόσταση βολής πιστολιού και ήταν έτοιμοι να επιβιβάσουν στον Άρη (το πλοίο τους) άνδρες, οι ηρωικοί ναύτες διέταξαν δύο από τους πιο ηλικιωμένους να σταθούν με τις γεμισμένες πιστόλες τους μπροστά στην μπαρουταποθήκη και να βάλουν φωτιά σ’ αυτήν, αμέσως μόλις ιδούν ότι ο εχθρός κατόρθωσε να πατήσει στο κατάστρωμα του πλοίου. Το γεγονός αυτό, το οποίο οι εχθροί το αντιλήφθηκαν, καθώς και η τυχαία ανάφλεξη ενός από τα πλοία τους, προκάλεσε σύγχυση και ταραχή στον εχθρικό στόλο. Τη σύγχυση αυτή επωφελήθηκε ο Άρης και κατόρθωσε να διαφύγει, διάτρητος από τις σφαίρες, χωρίς κατάρτια και με λίγες σχετικά απώλειες. Δύο ναύτες φονεύτηκαν και εφτά τραυματίστηκαν. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Δημήτριος Σαχτούρης.
Το πλοίο Άρης ήταν ένας αλλόκοτος τραυματίας σε σχήμα πλοίου πάνω στη θάλασσα, κινώντας ένα πηδάλιο σπασμένο, αφού άφησε πίσω του έναν ολόκληρο στόλο, ανάμεσα του οποίου πέρασε σαν άυλος ήρωας, ώστε να καταστεί σύμβολο ελληνικής δόξας.
Μετά την κατάληψη της Σφακτηρίας το Παλαιόκαστρο με τον ανεπαρκή εξοπλισμό του δεν ήταν δυνατό να αντισταθεί για πολύ. Κατά την 29 Απριλίου 1825 ισχυρή αιγυπτιακή δύναμη όρμησε από την ξηρά εναντίον των κλεισμένων στο φρούριο Ελλήνων, οι οποίοι προβλέποντας ότι θα πολιορκηθούν χωρίς να έχουν ούτε επαρκή εφόδια και χωρίς να περιμένουν βοήθεια από πουθενά, αποφάσισαν να φύγουν διά μέσου των εχθρών. Κατά τη νύχτα βγήκαν από το φρούριο πυροβολώντας τις εχθρικές προφυλακές και προχώρησαν, αλλά μετά από λίγο έπεσαν ανάμεσα στο αιγυπτιακό ιππικό. Αρκετοί επέστρεψαν στο κάστρο. Την επομένη αυτοί που επέστρεψαν στο Παλαιόκαστρο, δηλαδή εφτακόσιοι ογδόντα εννέα, παρέδωσαν το φρούριο και αφού αφοπλίστηκαν τους άφησαν να φύγουν.
Στο Νεόκαστρο ο Ιμπραήμ απέβλεψε στην ταχύτερη άλωσή του. Έκαμε στενότερη την πολιορκία του. Μετέφερε πιο κοντά στα τείχη το πυροβολικό του από την ξηρά και διέταξε να μπουν στο λιμάνι έντεκα φρεγάτες και κορβέτες και πέντε βρίκια και απέκοψε το υδραγωγείο, ώστε να προκαλέσει έλλειψη ύδατος, απέκλεισε δε όλες τις διόδους ώστε να γίνει αδύνατη απέξω ενίσχυση των πολιορκουμένων.
Κατά τις τελευταίες ημέρες είχαν κατορθώσει να εισέλθουν στο Νεόκαστρο ο στρατηγός Παν. Γιατράκος, ο Γεωρ. Μαυρομιχάλης και ο Μακρυγιάννης ακολουθούμενοι από τους άνδρες τους και αυτό ενίσχυσε το ηθικό των υπερασπιστών. Από τη στιγμή όμως που ο Ιμπραήμ τους έκαψε το υδραγωγείο ήταν αδύνατο να κρατήσουν άλλο. Έτσι, με τη μεσολάβηση ενός Άγγλου γνωστού των πολιορκουμένων υπόγραψαν συνθήκη και οι χίλιοι εκατόν ογδόντα (1.180) υπερασπιστές μεταφέρθηκαν με αγγλικά πλοία στο λιμάνι της Καλαμάτας.
Κατορθώματα
του ελληνικού στόλου
Μοίρα αποτελούμενη από έντεκα πολεμικά και 5 πυρπολικά με ναύαρχο τον Μιαούλη έπλεε γύρω από την Μεθώνη και Κορώνη, Πελοποννησιακά παράλια, για να προσβάλει το στόλο του Ιμπραήμ, ο οποίος μετέφερε στρατεύματα και εφόδια από το λιμάνι της Σούδας της Κρήτης στη Μεθώνη.
Tην ημέρα, κατά την οποία συνθηκολογούσε η Πύλος και παραδίδονταν στους Αιγυπτίους, ο Μιαούλης μπήκε με το στόλο του στον κόλπο της Μεθώνης, όπου είχαν φθάσει αρκετά αιγυπτιακά πολεμικά και φορτηγά πλοία. Ο Μιαούλης εξαπέστειλε τα πυρπολικά του το ένα κατόπιν του άλλου και κατόρθωσε να κάψει μία μεγάλη φρεγάτα τρεις κορβέτες και τρία άλλα μικρότερα πολεμικά πλοία, καθώς και τρία φορτηγά…
Το ελληνικό, όμως, ναυτικό δόξασε μετά από λίγο μια αξιόλογη νίκη κοντά στον Καφηρέα, ο οποίος είναι ακρωτήριο της Εύβοιας, απέναντι από την Άνδρο. Η Ελληνική Κυβέρνηση είχε πληροφορηθεί, ότι μία μοίρα του Τουρκικού στόλου ήταν έτοιμη να εκπλεύσει από τα Στενά του Ελλησπόντου, για να βοηθήσει τους Τούρκους πασάδες, οι οποίοι ετοιμάζονταν να πολιορκήσουν το Μεσολόγγι. Η δεύτερη ελληνική μοίρα, αποτελούμενη από 20 πολεμικά πλοία και 8 πυρπολικά, με ναύαρχους τον Σαχτούρη και Αποστόλη εξέπλευσε για να συναντήσει τον εχθρό, τον οποίο συνάντησε κατά πρώτον μεταξύ Λήμνου και Τενέδου. Ο τουρκικός στόλος αποτελούνταν από 3 φρεγάτες, 10 κορβέτες και 38 βρίκια και γαλέτες και αρκετά φορτηγά πλοία.
Ο Ελληνικός στόλος παρέσυρε τον Τουρκικό υποχωρώντας μέχρι το στενό μεταξύ Άνδρου και Εύβοιας και εκεί οδήγησε σε συμπλοκή, σε ναυμαχία τον τουρκικό στόλο. Οι γενναίοι πυρπολητές Ματρόζιος και Μουσιός έκαψαν τουρκική φρεγάτα των 66 τηλεβόλων, την ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου. Ολόκληρο το πλήρωμα της ναυαρχίδας, αποτελούμενο από 8οο άνδρες, χάθηκε. Επίσης, άλλος γενναίος πυρπολητής, ο Μπούτης, κατόρθωσε να πυρπολήσει μία ναυαρχίδα των 34 κανονιών με όλη την στρατιωτική δύναμη που είχε μέσα.
Ο Τουρκικός στόλος πανικόβλητος, διασκορπίστηκε. Άλλα από τα πλοία κατέφυγαν στη Σούδα της Κρήτης και άλλα στο λιμάνι της Καρύστου. Μία κορβέτα καθώς την καταδίωκαν δύο ελληνικά βρίκια, εξώκειλε στη Σύρο και κάηκε. Πέντε φορτηγά, γεμάτα με εφόδια, συνελήφθησαν από τους Έλληνες ναυτικούς. Η υπέροχη αυτή κατά θάλασσαν νίκη των Ελλήνων πανηγυρίστηκε λαμπρά στις 24 Απριλίου 1825 στο Ναύπλιο.
Αξιομνημόνευτη είναι επίσης η επιχείρηση του Κων. Κανάρη κατά της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο, ο οποίος αποπειράθηκε να πυρπολήσει τις προετοιμασίες του Μεχμέτ Αλή στο λιμάνι για να τις στείλει στην Πελοπόννησο. Αυτό έγινε στο διάστημα από 23 Ιουλίου μέχρι 13 Αυγούστου 1825. Την 23η Ιουλίου απέπλευσαν από την Ύδρα δύο πολεμικά πλοία υπό τον Τομπάζη και τον Κριεζή και τρία πυρπολικά υπό τον Κανάρη, τον Βώκο και τον Μπούτη. Στις 29 Απριλίου βρισκότανε έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Τα πυρπολικά προχώρησαν μέσα στο λιμάνι με ουδέτερη σημαία, ενώ τα πολεμικά έπλεαν έξω και γύρω από το λιμάνι, για να παραλάβουν στην κατάλληλη στιγμή τους ναύτες των πυρπολικών. Ο Κανάρης στην αρχή με ευνοϊκόν άνεμο έπλεε προς το ανάκτορο του Μεχμέτ Αλή, όπου ήταν αγκυροβολημένες 4 φρεγάτες και η ναυαρχίδα.
Όταν όμως πλησίασαν, έπνευσε αντίθετος άνεμος και ο Κανάρης αναγκάστηκε να στρέψει το πυρπολικό του προς άλλον σωρό πλοίων και, αφού το άναψε, απομακρύνθηκε μαζί με τους ναύτες με το εφόλκιό του. Αλλά το πυρπολικό κάηκε ανώφελα ένεκα του αντίθετου ανέμου. Τα δύο άλλα κατόρθωσαν να εκπλεύσουν και η ελληνική μοίρα απέπλευσε άπρακτη.
Έτσι, από τυχαία μεταβολή του καιρού απέτυχε η εξαιρετικά τολμηρή και επικίνδυνη κατά της Αλεξάνδρειας επιχείρηση του Κανάρη, η οποία, αν πετύχαινε, θα είχε σημαντικότατες συνέπειες για τον Αγώνα. Όταν, όμως, έπλεαν προς την Ύδρα, συνάντησαν 5 εχθρικά πλοία και έκαψαν ένα από αυτά. Στις 13 Αυγούστου επέστρεφαν όλοι σώοι στην Ύδρα.