Αληθινές ιστορίες από τη Μικρά Ασία

on .

Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον βίαιο και αναγκαστικό ξεριζωμό των Ελλήνων της ευρύτερης περιοχής του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Σε ολόκληρη τη χώρα αυτή η σημαντική «μαύρη» επέτειος τιμάται με διάφορες εκδηλώσεις μνήμης και αφιερώματα. 

Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές, μεταξύ των οποίων πολλοί και στα Γιάννενα, όπου μάλιστα δημιουργήθηκαν προσφυγικοί οικισμοί όπως η Ανατολή, η Μπάφρα, η Νεοκαισάρεια…

Με αφορμή την επέτειο, λάβαμε από τη Μικρασιάτισσα συμπολίτισσά μας, κ. Αντιγόνη Χαροπούλου ένα συγκινητικό άρθρο που πριν πολλά χρόνια έγραψε η αείμνηστη αδερφή της Κατίνα Χαροπούλου και το οποίο αναφέρεται στον ξεριζωμό της οικογένειας, μέσα από περιγραφές του πατέρα τους. Το αναδημοσιεύουμε από την εφημερίδα «Προσφυγικός Κόσμος», διατηρώντας ορθογραφία και σύνταξη. Τίτλος του άρθρου: «Αληθινές Ιστορίες από την Μικρά Ασία»

* * *

«Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ»

Ο πατέρας αργοπεθαίνει στο κρεββάτι του πόνου κι εμείς με σφιγμένη την καρδιά, για να μη μας κυλήσει κάνα δάκρυ μπροστά του, του δίνουμε κουράγιο στοργικά για να τ’ απαλύνουμε τον πόνο της ψυχής του. Και θυμόμαστε πάλι τις παληές ιστορίες που μας έλεγε τόσες φορές για την Πατρίδα. Δεν χόρταινα να τις ακούω. Μ’ άρεσαν τόσο πολύ και μ’ ευχαριστούσε να τις διηγείται και στους άλλους.

«Πες μας, μπαμπά, για την Πατρίδα!» τούλεγα. Κι εκείνος άρχιζε: «Τι να σας πρωτοπώ… Η Πατρίδα μας, η Μικρά Ασία, ήταν τόσο όμορφο, τόσο πλούσιο, τόσο μεγάλο μέρος. Τι χάσαμε εμείς οι Έλληνες!..» και κουνούσε το κεφάλι του. «Εκεί εμείς είχαμε αγάπη για την Μητέρα μας Ελλάδα και ξέραμε τι θα πει Θρησκεία. Στην Πατρίδα (Κασταμονή) ήμαστε όλοι μια οικογένεια. Δεν είχαμε φτωχούς. Μόνο μια οικογένεια θυμάμαι και την κύτταζε η εκκλησία μας.

Όλοι οι Έλληνες καταπιάνονταν με τις τέχνες και το εμπόριο, μόνο οι Τούρκοι δεν ήξεραν από τέχνες και εμπόριο στα χτήματα δούλευαν. Όμως όλοι ήμαστε αγαπημένοι. Εκεί ξέραμε τι θα πει γιορτές. Δεν έμενε κανένας που να μη γλεντούσε. Κάθε βράδυ συγκεντρωνόμαστε στα σπίτια και γλεντούσαμε. Τον Αϊβασίλη γυρνούσαμε στα σπίτια όλα το βράδυ, μικροί και μεγάλοι και λέγαμε τα κάλαντα. Οι σπιτικοί μας γέμιζαν φρούτα, γλυκά και ξηρούς καρπούς. Στο γάμο ποιος κύτταζε προίκα! Εκεί τα κορίτσια είχαν μεγάλη αξία παιδιά μου. Και ξέρετε πώς κάναμε εμείς; Όταν πηγαίναμε στο σπίτι της νύφης για συγχαρητήρια στους αρραβώνες της, της χαρίζαμε χρυσά φλουριά και μάζευε τόσα πολλά που έφτιαχνε τόσα πράγματα.

Στο σχολείο μας μαθαίναμε πολλά. Κάναμε Αρχαία απ’ το Δημοτικό». Εμένα μου φαίνονταν τόσο παράξενο αυτό, και τούλεγα: «Αλήθεια μπαμπά; Πες μου κάτι!». Και άρχιζε να λέει ένα κομμάτι απ’ τ’ Αρχαία που θυμόταν. «Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε, αυτά τα λίγα θυμάμαι. Είχα όρεξι για γράμματα, αλλά μας βρήκαν άσχημες περιστάσεις και σταμάτησα μικρός το σχολείο. Πέθανε ο πατέρας μου, ο παππούς σας, κι έπρεπε να κρατήσω εγώ το μαγαζί. Ύστερα ήρθε και η μέρα του ξερριζωμού. Ήταν το 1922, το ξέρετε. Όσοι Έλληνες ξεσηκώθηκαν στην πόλι μας και σε κάτι άλλες εκεί κοντά τους κρέμασαν στην πλατεία. Τους βλέπω κρεμασμένους σαν νάναι τώρα. Ευτυχώς είχαμε κάτι καλούς Τούρκους, που μας αγαπούσαν και μας έκρυβαν στα σπίτια τους.

Ένα βράδυ είδαμε την εκκλησία μας να καίγεται. Έβαλαν φωτιά οι Τούρκοι κι είπαν για μας. Πήραν τον παππού σου, τον πατέρα της μαμάς σου, που ήταν επίτροπος στην εκκλησία και τον έβαλαν φυλακή. Η γιαγιά σου πήγε στον Διοικητή κλαίγοντας και εκείνος τη λυπήθηκε, που είχε πέντε μικρά παιδιά. Έτσι τον άφησε ελεύθερο τον παππού σου.

Τις τελευταίες μέρες έσφιξαν τα πράγματα. Έπρεπε να φύγουμε. Δεν γινόταν αλλοιώς». «Τι κάνατε όλα τα πράγματά σας, μπαμπά;» του λέω. «Τέτοιες ώρες, παιδί μου, κανείς σκέφτεται να σώσει μόνο το κεφάλι του. Πολύ λίγα πράγματα πήραμε, πιο απαραίτητα. Και τότε δεν υπήρχαν και αυτοκίνητα. Πήραμε κάρρο για να φτάσουμε στην Ινέπολι, στον Εύξεινο Πόντο. Από κει πήραμε το πλοίο για την Κωνσταντινούπολι. Στην θάλασσα είχαμε και φουρτούνα. Ο καπετάνιος έρριξε στη θάλασσα τα πρόβατα που είχε το πλοίο. Επιτέλους φτάσαμε στην Πόλι.

Κατεβήκαμε και πήραμε τα πράγματά μας. Ξέρετε, η Κωνσταντινούπολις τότε δεν ήταν καθαυτού των Τούρκων, γιατί τότε και οι Τούρκοι ήταν διηρημένοι. Στην Πόλη ήταν ο Σουλτάνος και οι μεγάλες δυνάμεις μπαινοέβγαιναν. Είδα με τα μάτια μου τους Εγγλέζους να δίνουν όπλα στους Τούρκους. Τάχα βοηθούσαν εμάς. Έτσι είναι οι Μεγάλοι, παιδιά μου.

Στην Πόλι μείναμε δυο – τρεις μέρες, ώσπου να τακτοποιηθούμε να φύγουμε με το Ελληνικό πλοίο στην Ελλάδα. Το πλοίο είχε γεμίσει. Είχε κάπου πέντε χιλιάδες κόσμο. Μερικές οικογένειες και η δικιά μου μαζύ συναντήσαμε δυσκολίες. Δεν μας έβαζαν στο πλοίο. Όταν τους δώσαμε χρήματα τότε μας πήραν». Διέκοψα τον πατέρα λέγοντας: «Δεν ήταν Έλληνες, μπαμπά;» - «Έλληνες, παιδί μου». Μου χτύπησε άσχημα αυτό. Αλλά μήπως είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι; Παντού γίνονται αυτά, είπα μέσα μου, καθώς ο πατέρας συνέχιζε την ιστορία του.

«Όταν σαλπάρισε το πλοίο μας, πετάξαμε τα φέσια στη θάλασσα από συγκίνησι που ήμαστε ελεύθεροι πια, και τραγουδούσαμε:

«Βενιζέλε μας πατέρα

 της Ελλάδος

Βενιζέλε μας πατέρα της φυλής

Ζήτω, ζήτω λευτεριά

Ζήτω, ο ελευθερωτής».

Τον αγαπούσαμε πολύ τον Βενιζέλο. Δεν τον άφησαν όμως οι μεγάλοι… Τι να γίνει. Αυτά έχ’ ο κόσμος.

Μείναμε κοντά σαράντα μέρες στη θάλασσα. Πολύς κόσμος στο πλοίο, γεμάτο σπιθαμή προς σπιθαμή. Γεμίσαμε ψείρες. Ένας παππάς, θυμάμαι, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στη θάλασσα.

Τι τραβήξαμε ώσπου να φτάσουμε στην Ελλάδα. Πόσο θέλαμε να φτάσουμε. Κι η μέρα δεν άργησε να φανεί. Βλέποντας αντίκρυ την παραλία πλημμύρισε η καρδιά μας από συγκίνησι. Όταν κατεβήκαμε απ’ το πλοίο σκύψαμε στη γη και φιλούσαμε το χώμα με συγκίνησι…».

Και τελείωσε κι αυτή τη φορά την ιστορία του ο πατέρας, που μας την είπε τόσες και τόσες φορές. Και πάντα την άκουγα με τόση στοργή και ενδιαφέρον. Ταξίδευα κι εγώ πολλές φορές σ’ αυτά τα μέρη με τη φαντασία μου. Ζούσα τόσο πολύ τις καταστάσεις. Μέσα μου έμεινε μια νοσταλγία για την Πατρίδα που δεν είδα, αλλά που τόσο έννοιωσα και πόνεσα. Και νοιώθω πως έχω δυο Πατρίδες, τούτη που γεννήθηκα και κείνη που έζησα με την φαντασία μου.

Επιμέλεια: Αντιγόνη Χαροπούλου