Οκτώβρης o Άη Δημητριάτης…
Ο Οκτώβρης είναι η καρδιά του Φθινοπώρου, που παρότι τον Σεπτέμβρη χαρακτηρίζει ο λαός σαν καλοκαίρι και τον Οκτώβρη σαν φθινόπωρο, χαρακτηρίζεται κυρίως από τις γλυκιές λιακάδες-μικρό καλοκαιράκι- μετά τα πρωτοβρόχια του Σεπτέμβρη. Τον Οκτώβρη ανθίζουν τα χρυσάνθεμα, σε αντικατάσταση των λουλουδιών της Άνοιξης και του καλοκαιριού· τα λέμε κι Άη-Δημητριάτικα, προς τιμήν της γιορτής του Αγίου Δημητρίου.
Στην ύπαιθρο οι πλαγιές γεμίζουν κυκλάμινα, ακόμα και οι σχισμάδες των βράχων, κι ο ποιητής μας Γ. Ρίτσος αναρωτιέται:
«…Κυκλάμινο - κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα,
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσχο και σαλεύεις;…»
Η γιορτή του Αγίου Δημητρίου συνδυάζεται με του Αγίου Γεωργίου στις 23 Απριλίου. Στο γεωργικό καλαντάρι οι δύο αυτές γιορτές αποτελούν τις χρονικές τομές, που χωρίζουν το έτος σε δύο ίσα μέρη, στο χειμερινό και θερινό εξάμηνο, αντίστοιχα.
Ο Αϊ Δημήτρης χαρακτηριζόταν από το λαό μας ο Άγιος της επιστροφής, ο γυρισμός των παραδοσιακών μαστόρων στις οικογενειακές εστίες, και μάλιστα στην Ήπειρο ήταν πιο έντονο, στις ορεινές ιδίως και άγονες περιοχές, ενώ ο Αι Γιώργης του ξενιτιμού, που αποτυπώνεται και σε πολλά τραγούδια, όπως:
«…Οι δυο Άγιοι μαλώνανε, ο Αϊ Γιώργης κι Αϊ Δημήτρης
Μαζώνω μάνες με παιδιά, γυναίκες με τους άντρες
μαζώνω και τ’ αντρόγυνα, τα πολυαγαπημένα…»
Ο απρόσωπος και ανώνυμος ποιητής, που λέγεται Ελληνικός Λαός, για να εκφράσει τα έντονα συναισθήματά του για το μεγάλο ζήτημα της ξενιτιάς και προκειμένου να ενσαρκώσει τις δύο φάσεις της-την αποχώρηση-αποχωρισμό και την επάνοδο-επανασύνδεση των ξενιτεμένων με τους οικείους τους, δεν αναζήτησε τους ήρωές του ανάμεσα στους κοινούς ανθρώπους, αλλά παρουσιάζει τους δύο Αγίους να εκπροσωπούν τις δύο εποχές του έτους, που συνδέονται, ως αναχώρηση και επάνοδο με τα ταξίδια στην πικρή ξενιτιά.
Ο Οκτώβρης έχει ιδιαίτερη σημασία (για να μην πούμε ότι είχε) για τους γεωργούς γι’ αυτό και ο απλός λαός τον αποκαλούσε Σποριάτη, Σποριά, Σπαρτό και Βροχάρη από τις πολλές βροχές που πρέπει να εκμεταλλευτούν και να φροντίσουν να οργώσουν τα χωράφια και να σπείρουν. Γι’ αυτό υπάρχουν και οι παροιμίες, όπως: ’’Οκτώβρη και δεν έσπειρες, σιτάρι λίγο θα’ χεις’’.
Καθημερινά η μέρα σώνεται και βλέπουμε το τελευταίο πέταγμα των χελιδονιών, των πελαργών σε ανέσπερα βάθη του ορίζοντα. Σώνονται σιγά-σιγά και οι γλυκιές λιακάδες, γιατί ο ήλιος είναι αδύναμος, πελιδνός, απρόθυμος, δεν καίει, πια γι’ αυτό βλέπουμε τους ηλικιωμένους να λιάζονται στις γειτονιές, όσο ζεσταίνει ακόμα ο ήλιος και πριν δύσει.
Αρχίζουν τα βρονταστράματα με τα σύννεφα κουρασμένα, φορτωμένα βροχή, ακουμπισμένα στις βουνοκορφές και τα ουράνια σκοτεινιασμένα να τα αυλακώνουν φωτεινές αστραπές. Τα νερά τώρα θεριεύουν και κατηφορίζουν τα ρουμάνια τα ποτάμια θολά κατεβασμένα παρασέρνοντας ‘’λιθάρια ριζιμιά δέντρα ξεριζωμένα σέρνουν και μια γλυκομηλιά στα μήλα φορτωμένη’’.
Τώρα ξεφυλλίζονται ο γράβος κι η οξιά, που μέχρι πριν λίγο ίσκιωναν τα λημέρια, θαμπώνουν οι κάμποι απ’ την πάχνη και πέφτουν ψηλά τα πρώτα χιόνια. Ο Οκτώβρης είναι ο μήνας που οι τσοπαναραίοι, οδηγούμενοι από τον κλιματικό καταναγκασμό, αρχίζουν να κατεβαίνουν με τα κοπάδια από τα αλπικά λιβάδια των βουνών στους κάμπους, να ξεχειμωνιάσουν.
Οι τσελιγκάδες και οι πιστικοί, σαλαγώντας και τα κοπάδια που ροβολάν, βελάζοντας. Παίρνουν το δρόμο για τα χειμαδιά. Κατηφορίζοντας τα κοπάδια για τα χειμαδιά, στα βλαχοχώρια μνήσκουν οι γεροντότεροι, που ανήμποροι δεν μπορούν να ακολουθήσουν τα κοπάδια τους και στη μονότονη ερημιά ακούγονται μόνο οι φωνές τους στα μεσοχώρια και στη σιγαλιά των χαγιατιών των εκκλησιών.
Κινητή περιουσία τυλιγμένη με τον βουνίσιο αγέρα και με συνοδό τη μοσχοβολιά των φρεσκοπλυμένων σκουτιών. Στα φορτιάρικα με όλα τα σέα τους να ροβολάνε (τότε, πάν’ αυτά τώρα) με τα σύνεργα του νοικοκυριού, προικιά, πουλερικά και «μαξούμια» στα μεσοσάμαρα, να χαίρονται την ισιοτοπιά, την ημεράδα του κατοικημένου τοπίου.
Οι γυναίκες ζαλικωμένες τις σαρμανίτσες στην πορεία του πηγαιμού προπομπός της εποχιακής αλλαγής. Όπως λέει και το τραγούδι:
«…Εμαράθηκαν τα κλαριά
τα κορφοβούνια ασπρίζουν
Κι οι βλάχοι παν στα χειμαδιά
πάνε να ξεχειμωνιάσουν…»
Σήμερα έχουν αλλάξει πολλά. Λιγόστεψαν τα πρόβατα και η μεταφορά τους γίνεται τώρα με τα φορτηγά κι όχι με τα «φορτιάρικα», περπατώντας μια βδομάδα και παραπάνω.
Αυτές οι βουκολικές εικόνες του Οκτώβρη, γεμάτες ειδυλλιακότητα είναι χαραγμένες και ανεξίτηλες στη μνήμη εμάς των παλαιοτέρων, δεν ξεχνιούνται.
Τον Οκτώβρη τον λένε όπως είπαμε, ο Αη Δημητριάτης της επιστροφής κι’ αυτό, γιατί τότε γινόταν ο γυρισμός των παραδοσιακών μαστόρων στις οικογενειακές εστίες.
Όπως αφηγείται κάποιος σε μια τέτοια επιστροφή:
‘’ Ήταν δειλινό όταν ξαφνικά μια παιδιάστικη φωνή, σκίζοντας την ησυχία της γειτονιάς, έκανε τον κόσμο ανάστατο.
-Οι μαστόροι, οι μαστόροι. Έρχονται οι μαστόροι.
-Νάτοι. Ξαφνιάστηκαν, νάτοι εκεί μπροστά.
-Ε ρε Θεούλη μου τι έχει να γίνει σήμερα. Θα καεί το πελεκούδι.
Από κοντά φτάνουν τρεχάλα κι’ οι γυναίκες . Δεν έμεινε ψυχή που να μην ανέβει στο ψήλωμα. Όλοι μαζί παρουσιάζουν μια συγκινητική εικόνα.’’
Μανάδες, γυναίκες, αδερφάδες, καρτερούσαν με λαχτάρα, αγαπημένα παιδιά, άνδρες αδέρφια να ‘ρθούνε από τα έρημα τα ξένα.
Εικόνες του χθες που χάνεται και που δεν θα ξαναζήσουμε. Από τη μία ‘’οι δρόμοι των νερών και των κοπαδιών’’ κι’ από την άλλη΄’ ο δρόμος της επιστροφής των μαστόρων’’ που το χειμώνα θα απολαμβάνουν μαζί με τις οικογένειές τους, τους καρπούς των κόπων της αποδημίας τους, συμμετέχοντας σε οικογενειακά γλέντια και κοινωνικές εκδηλώσεις. Επίσης να μην ξεχνάμε ότι την 28η Οκτωβρίου γιορτάζουμε το ΟΧΙ που βροντοφώναξε ο ελληνικός λαός με την αυτοθυσία του και έγραψε σελίδες δόξας για την πατρίδα μας.