Ποιοτικά τα ελληνικά γιαούρτια κατακτούν πολλές ξένες αγορές

on .

GIAOYRTIAΣε ένα από τα πιο δυναμικά εξαγωγικά προϊόντα του κλάδου των τροφίμων έχει αναδειχθεί το Ελληνικό γιαούρτι, με τις εξαγωγές να έχουν τριπλασιασθεί την οκταετία 2009-2017. 

Σημαντικό μερίδιο (και στις εξαγωγές) έχει κατακτήσει το γιαούρτι που παράγει η «ΔΩ­ΔΩΝΗ», η οποία έχει πλέον περάσει στη δεύτερη θέση πανελλαδικά.
Η άνοδος αναμένεται να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια, και σε συνδυασμό με τις εξαγωγές «φέτας», τα οφέλη θα είναι πολύ σημαντικά για την κτηνοτροφία και την τοπική μας οικονομία. Ο μεγαλύτερος όγκος γιαουρτιού εξάγεται στην Ιταλία και ακολουθεί η Βρετανία.
Η μεγάλη αύξηση των εξαγωγών οφείλεται στην ποιότητα του Ελληνικού γιαουρτιού, όπως επιβεβαιώνεται από τους καταναλωτές, αλλά και από εξειδικευμένες έρευνες και αναλύσεις ειδικών επιστημόνων.
Η τελευταία μάλιστα «έρχεται» από τη Βρετανία, όπου στο «μικροσκόπιο» των ερευνητών των πανεπιστημίων του Λιντς και του Σάρεϊ, με επικεφαλής τη διατροφολόγο δρα Μπερναντέτ Μουρ βρέθηκαν 921 γιαούρτια που ήταν διαθέσιμα σε μεγάλα βρετανικά σούπερ-μάρκετ.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, τα οποία και δημοσίευσαν, όλα σχεδόν τα γιαούρτια στα ράφια των βρετανικών σούπερ-μάρκετ, ακόμη και τα βιολογικά και όσα προορίζονται για παιδιά, βρέθηκαν να έχουν μεγαλύτερη ποσότητα ζάχαρης από τη συνιστώμενη. Η μόνη εξαίρεση είναι τα ελληνικά και τα ελληνικού τύπου γιαούρτια, που έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη, όπως έδειξαν οι αναλύσεις των Βρετανών επιστημόνων.
Στα άλλα γιαούρτια, τα μέσα επίπεδα ζάχαρης βρέθηκαν να είναι πολύ πάνω από τα πέντε γραμμάρια ανά 100 γραμμάρια γιαουρτιού, που απαιτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να θεωρηθεί ένα προϊόν ότι δικαιούται την «πράσινη» σήμανση ως τρόφιμο χαμηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη.
Τα ελληνικά/ελληνικού τύπου γιαούρτια, καθώς και τα λεγόμενα «φυσικά», βρέθηκαν να έχουν πολύ διαφορετικό θρεπτικό «προφίλ» από τα υπόλοιπα, περιέχοντας πολύ υψηλότερα επίπεδα πρωτεϊνών (κατά μέσο όρο 32,4% έναντι 11% έως 20% των άλλων γιαουρτιών), λιγότερους υδατάνθρακες (35% έναντι 49% έως 60% των άλλων) και τη λιγότερη ζάχαρη από όλα τα άλλα γιαούρτια (κατά μέσο όρο πέντε γραμμάρια ανά 100 γραμμάρια γιαουρτιού).
Η πιο «γλυκιά» κατηγορία ήταν τα γιαούρτια-επιδόρπια με μέση περιεκτικότητα σε ζάχαρη 16,4 γραμμάρια ανά 100 γραμμάρια προϊόντος, ενώ στα παιδικά γιαούρτια η μέση περιεκτικότητα ήταν περίπου 11/100 γραμμάρια και στα βιολογικά 13/100 γραμμάρια.
«Ακόμη και γιαούρτια με την ετικέτα «βιολογικά», που συχνά θεωρούνται τα πιο υγιεινά, στην πραγματικότητα μπορεί να αποτελούν μια αφανή πηγή πρόσθετης ζάχαρης», ανέφερε η Μουρ.
Στη Βρετανία τα παιδιά, ιδίως έως τριών ετών, τρώνε περισσότερο γιαούρτι από τους μεγάλους. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας της χώρας συνιστά τα παιδιά τεσσάρων έως έξι ετών να μην καταναλώνουν πάνω από 19 γραμμάρια ζάχαρης τη μέρα. Αλλά μόνο δύο από τα 101 παιδικά γιαούρτια που αναλύθηκαν, ταξινομήθηκαν ως χαμηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη.