«Εισαγωγή» καλαντζήδων από την Βουλγαρία στη Θεσπρωτία

on .

KALANTZHS XALKOMATA

• Από τη Θεσπρωτία, και μάλιστα από τα χωριά των Ελληνοαλβανικών συνόρων της Μουργκάνας (Άγιοι Πάντες, Άγιος Νικόλαος, Τσαμαντάς, Βαβούρι), οι καλαντζήδες, που γάνωναν χαλκώματα, ξεχύνονταν σ' όλη την Ελλάδα, αλλά και στα Βαλκάνια!

Αυτό παλαιότερα. Με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη από τη δεκαετία του ‘70, οι καλαντζήδες της Μουργκάνας εξέλειπαν.
Τελευταία επανέρχονται στο προσκήνιο για τα λιγοστά πλέον χαλκώματα, που «καλαΐζουν», όχι οι συμπαθείς καλαντζήδες της Μουργκάνας, αλλά Βούλγαροι ομότεχνοι, περιδιαβαίνοντας τα χωριά.
Τα νοικοκυριά δεν έχουν μεγάλη δυνατότητα πλέον για την τακτική αντικατάσταση των σκευών, που διαθέτει η κουζίνα τους. Κάπως έτσι προκύπτει εκ νέου η ανάγκη για «καλάισμα» των παλιών μαγειρικών σκευών, ειδικά όσων είναι φτιαγμένα από χαλκό.
Ο Βούλγαρος καλαντζής, που έχει στήσει το «τσαντίρι» του εδώ και ένα μήνα έξω από το Τάγμα Φιλιατών, στην περιφερειακή οδό της κωμόπολης, παραμένει στην περιοχή, λόγω κορωνοϊού, απαγορεύονται οι μετακινήσεις, και όλο και κάποιοι τον επισκέπτονται για καλάισμα. Είναι εύκολο πλέον να φτάσει κανείς, όταν δεν υπάρχουν τα περιοριστικά μέτρα του κορωνοϊού, από τη Βουλγαρία στην Ηγουμενίτσα, αφού η Εγνατία Οδός έχει συντομεύσει κατά πολύ τις αποστάσεις.
Το κόστος εργασίας είναι σχετικά μικρό, αφού κυμαίνεται γύρω στα 5 ευρώ, ίσως και λίγο παραπάνω, ανάλογα με τη δουλειά.
Και σίγουρα δεν συγκρίνεται με τα χρήματα που πρέπει να δώσει κανείς για να αγοράσει καινούρια χάλκινα σκεύη.

«Χαλκώματα  γανώνωωωωωω…»!
Κάτοικος χωριού της Θεσπρωτίας έλεγε: «Το φθινόπωρο, τον παλιό καιρό, νάσου οι καλαντζήδες, κατέφθαναν στα χωριά, με καταγωγή από τη Μουργκάνα, για να γανώσουν τα χαλκωματένια μαγειρικά σκεύη των νοικοκυράδων. Κατσαρόλες, κακάβια, ταψιά, δίνονταν για καλάϊσμα, ώστε να γίνουν παστρικά. Θυμάμαι καλά τους καλαντζήδες να στήνουν το εργαστήρι τους σε αυλές και να τριγυρίζουν με τα καρβουνισμένα τσουβάλια: Χαλκώματα γανώνωωωωωω!!!....».

Η διαδρομή στο χρόνο
Μέχρι τώρα ήταν γνωστό ότι οι κασσιτερωτές ή καλαντζήδες ή γανωτζήδες ή αλειφιάδες (έτσι αποκαλούνταν συνθηματικά μεταξύ τους) προέρχονταν από την περιοχή της Μουργκάνας, στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας.
Οι πρώτοι καλαντζήδες εμφανίζονται στα μέσα του 18ου αι. στο Μπαμπούρι των Φιλιατών, γι' αυτό και ονομάστηκε «καλαντζομάνα». Από το Μπαμπούρι επεκτάθηκε η καλαντζήδικη τέχνη και σε άλλα χωριά της περιοχής της Μουργκάνας (Τσαμαντά, Πόβλα, Λειά, Λίστα, Γλούστα, Αγίους Πάντες, Ξέχωρο, Φατήρι, Λίμποβο) και σε μικρότερη έκταση στα υπόλοιπα χωριά της επαρχίας Φιλιατών.
Στο ταξίδι τους διέσχιζαν όλη την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο.
Και όσοι απ' αυτούς κουράζονταν από τα πήγαινε - έλα σταματούσαν και έμεναν μόνιμα σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, όπου και εξελίχτηκαν σε προοδευμένους επαγγελματίες. Παλιότερα υπήρχαν αρκετοί και στα Γιάννινα.
Οι καλαντζήδες επικολλούσαν στα οξειδωμένα χάλκινα μαγειρικά σκεύη κασσίτερο (καλάι) και έτσι τα έκαναν κατάλληλα πάλι για οικιακή χρήση ορισμένου όμως χρόνου, αφού χρειάζονταν να «καλαϊστούν» ξανά, ώστε να είναι ακίνδυνα κατά το μαγείρεμα των φαγητών.
Η.Μ.