«Τρίβουν τα χέρια τους» οι Αλβανοί για τις συνεχείς γκρίνιες στην «Ομόνοια»

on .

PAPPAS LEONIDAS

• Ραγδαίες είναι οι εξελίξεις στην «Ομόνοια»  Β. Ηπείρου, μετά την (αναγκαστική, επισημαίνουν πολλοί) παραίτηση του Προέδρου της Λεωνίδα Παππά!
Η «φαγωμάρα», μεταξύ των στελεχών, κρατάει καθηλωμένη την οργάνωση, που, υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσε να παίξει καθοριστικό ρόλο στο χώρο όχι μόνο της Ελληνικής Μειονότητας, αλλά και της αλβανικής κοινωνίας.
Προσωρινός γενικός Πρόεδρος ανέλαβε ο πρόεδρος του παραρτήματος στη Χειμμάρα και υποψήφιος δήμαρχος στην πόλη Φρέντης Μπελέρης, με την ευθύνη να οργανώσει εκλογές. Πλέον είναι μονόδρομος η ενωτική πορεία, γιατί διαφορετικά η οργάνωση, που έχει ήδη απαξιωθεί, μπορεί να φτάσει και μέχρι τη διάλυση.
Σύγκρουση με Ντούλε
Ο κ. Παππάς, είχε έρθει σε διάσταση, ακόμη και σε αντιπαράθεση,  ειδικά το τελευταίο διάστημα, με τον πρόεδρο και βουλευτή του ΚΕΑΔ Βαγγέλη Ντούλε, που εδώ και χρόνια είναι παράγοντας με βαρύνοντα ρόλο και λόγο στα δρώμενα της Ελληνικής Μειονότητας, με αποδοχή και από το αλβανικό σύστημα, αλλά και από το αλβανικό κοινό, και ο οποίος είχε τον έλεγχο του Γενικού Συμβουλίου της οργάνωσης, αφού τα περισσότερα μέλη του είχαν εκλεγεί με την υποστήριξή του και ασπάζονταν τις απόψεις του.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του κ. Παππά, υπήρξαν διαφωνίες και αντιδράσεις για τις επιλογές του, όπως η μη δημόσια στήριξη του ΚΕΑΔ κατά την πολιτική συνεργασία του με το Δημοκρατικό Κόμμα στις πρόσφατες αλβανικές εκλογές και η ταύτισή του, όπως ειπώθηκε από τους μη υποστηρικτές του,  με το άλλο ελληνικό κόμμα, το «ΜΕGA». Ακολούθησε η προσπάθεια του κ. Παππά για καταστατικό συνέδριο, το οποίο μάλιστα είχε οριστεί για συγκεκριμένη ημερομηνία, μετά από επαφές εντός και εκτός Αλβανίας, το οποίο τελικά ματαιώθηκε (η επίσημη εκδοχή, από την πλευρά του κ. Παππά, ήταν ότι αναβλήθηκε).
Η παραίτηση
Μετά από όλα αυτά, ο κ. Παππάς, διαπιστώνοντας την αδυναμία του να περνάει τις αποφάσεις του και ουσιαστικά να διοικεί την «Ομόνοια», ανακοίνωσε την παραίτησή του, από μέσο κοινωνικής δικτύωσης, αφήνοντας σαφείς αιχμές: «Δεν μπορώ να κρύψω την πικρία μου για τη συμπεριφορά κάποιων στελεχών, που έβλεπαν και συνεχίζουν να βλέπουν την Ομόνοια ως το μαγαζάκι τους, δαιμονοποιώντας όποιον δεν το υπηρετεί, υπολογίζοντας μόνο στα προσωπικά οφέλη. Εκφράζω επίσης την ανησυχία μου για το μέλλον της οργάνωσης, αφού οι εγωισμοί και τα άλλα πάθη πνίγουν την κοινή λογική και την ουσιαστική αποστολή της οργάνωσης. Με το ισχύον καταστατικό, ο πρόεδρος δεν έχει το δικαίωμα καμιάς απόφασης παρά να υλοποιεί τις αποφάσεις του Γ.Σ. Η αποχώρησή μου αυτή ας μην ερμηνευτεί ως δραπέτευση, είναι μία ύστατη προσπάθεια ευαισθητοποίησης. Ίσως έτσι διευκολυνθεί μία σοβαρή αναδιοργάνωση στην οποία θα συμμετέχει κάθε Bορειοηπειρώτης, χωρίς βιασύνες και δουλειές του ποδαριού».
Δεν θα είναι απών…
Όπως ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος της «Ομόνοιας» αφήνει να εννοηθεί, δεν θα είναι απών από το πολιτικό γίγνεσθαι στη Βόρειο Ήπειρο. Κάνοντας την αυτοκριτική του, «ζητώ συγγνώμη από όσους αδίκως πίκρανα και από όσους διέψευσα τις προσδοκίες τους». Και επισημαίνει χαρακτηριστικά: «ας κλείσουμε ένα μάτι και ένα αυτί σε ότι μας χωρίζει. Είναι πιο πολλά και πιο ουσιαστικά αυτά που μας ενώνουν. Είναι αποδεδειγμένο πως στο ολυμπιακό άθλημα της τοξοβολίας, εάν κλείσει κανείς το ένα του μάτι, θα πετύχει καλύτερα το στόχο του. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι αν κλείσει και τα δυο του μάτια, θα πετύχει το κέντρο. Θα συνεχίσουμε να τα λέμε στους αγώνες»!
 Εξάλλου στο κείμενο της παραίτησής του, δεν παραλείπει να κάνει θετικό απολογισμό του δίχρονου έργου του, τονίζοντας: «Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας, την περηφάνια για τους αγώνες που δώσαμε για την προάσπιση των δικαίων του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού. Σε αυτή τη θητεία, η Ομόνοια ήταν παρούσα όσο ποτέ άλλοτε σε κάθε εξέλιξη που αφορούσε την κοινότητά μας, παρουσιάζοντας τις δικές της προτάσεις στις κυβερνήσεις της Αλβανίας, της Ελλάδος αλλά και στους εκπροσώπους των διεθνών οργανισμών. Προβάλαμε τις αξίες αυτού του τόπου διατρανώνοντας τη φωνή μας προς κάθε κατεύθυνση, πως δεν είμαστε μια ξεχασμένη και αναλώσιμη μειονότητα, αλλά ένα σημαντικό κομμάτι του Οικουμενικού Ελληνισμού».
Η. Μ.