ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Θέλω να σας πάω ένα ταξίδι του τότε!..

■  Στην εφημερίδα μας, στις 23/10, ο Κώστας ο Αγόρης μας, με το άρθρο του «Πιο γρήγορο αλλά τσουχτερό το ταξίδι Γιάννενα-Αθήνα» μ’ έκανε να θέλω να σας πάω ένα ταξίδι του ΤΟΤΕ. Τότε που είμασταν λεύτεροι... κοντά ένα χρόνο... στις 10-8-45!..
Βλέπω σήμερα τα πολυτελή πούλμαν με το ντουνιά που μεταφέρουν, από χώρα σε χώρα κι από τόπο σε τόπο... ΑΝΕΤΑ... που θα πει να σ’ κάνουν και αέρα στα μούτρα πατώντας ένα κουμπί... που θα πει... άμα θέλ’ς ...κάνεις και τα τσιούσια σ’ εκείγια μέσα και δεν ντρέπεσαι και κανέναν. Ούτε την ημερομηνία ξεχνώ, ούτε τίποτα, από το τετραήμερο εκείνο ταξίδι μου! Η κυρά-μάνα, η Ζαγορίσια έπρεπε να κάνει εγχείρηση καταρράχτη... Το ένα της τόχε φάει, πριν από τον πόλεμο, γιατρός της πόλης μας κι από το φόβο μην φαγωθεί και τ’ άλλο, είπαμαν να πάμε κάτω, που ήταν και ο τρανός γιος της... Να πάμε όπου έπρεπε για τη χρυσή μας γιαγιά! Πώς να πάμε όμως; Πώς να βρούμε τορό; Άκουγες - όσους ήθελαν να ταξιδέψουν - να λεν εκείνο το υπέροχο... «να κ’τάξου να βρω κάνα αυτοκίνητου για τν’ Αθήνα...». Αυτό έκανα  κι εγώ... Κοίταξα να βρω αυτοκίνητο. Αρχίνσα από τον πράκτορα τον επίσημο τον προπολεμικό... Τον Φώντα τον Πανέτο... Μου είχε πει ο άνθρωπος, ευγενέστατα... «να περνάτε κάθε μέρα να ρωτάτε... εγώ σας βάζω στη λίστα αναμονής...». Εκείνη την Πέμπτη το πρωί, εκεί που μιλούσαμαν με τον Φώντα, μέσα στο στενάδι του, τον βλέπω να σηκώνεται ορθός... και να φερμάρει!.. Το αυτί των αυτοκινητιστών δε γελιέται ποτέ!.. Κάτι έπιασε και το δικό μου αυτί! Βγαίνουμε στο πεζοδρόμιο, ψάχνοντας με τα μάτια... «Αυτοκίνητο ήταν αυτό που ακούστηκε;» ρωτώ τον Φώντα... «αυτοκίνητο θάναι...» αποφαίνεται. Τώρα ακουγόταν καλά! Έρχονταν το μουγκρητό του από το δρόμο της Καλούτσιας! Έτσι λέγαμαν τη στράτα... από πλατεία ως το Τζιαμί... γενικώς και αορίστως... Καλούτσια!.. Τώρα.. ακούγονταν κακός σιαματάς!.. Γκράγκαρ- γκρούγκαρ και κακός θρήνος από το φτωχό το αυτοκίνητο που έδερνε να βγάλει τον ανήφορο!».
Κάποτε ξεμπούκαρε ένα φορτηγό, ούτε μεγάλο, ούτε μικρό... κι ήρθε και στάθηκε μπροστά στο ρολόι της πλατείας μας (τότε περνούσε ο δρόμος από κει...). Κοσιεύει ο Φώντας, απέναντι και πιάνει κακή κουβέντα... Εγώ, στο πεζοδρόμιο, καρτέραγα με κομμένη την ανάσα! Κάποτε γυρίζει ο Πανέτος, χαμογελαστός. Άϊντε, μου λέει, φεύγετε αύριο το πρωί... μοναχά που το αυτοκίνητο θα πάει από Θεσσαλία. Θεσσαλία; σκέφτομαι εγώ... καλύτερα να γνωρίσω και τον σιτοβολώνα της Ελλάδος! Έτσι την ξέραμαν την Θεσσαλία απ’ το Δημοτικό! Αύριο στις οχτώ, να είστε εδώ, μου λέει ο πράκτορας. Εμείς, τα μπαγάζια μας τα είχαμαν έτοιμα... αφού είμασταν στη λίστα αναμονής! Από τα χαράματα φορτωμένα τα τσιόλια μας σ’ ένα χειράμαξο (αυτό ήταν πολυτέλεια...) και υποβαστάζοντας την καψαρή την Κυραμάνα, η μάνα μου κι εγώ... ξεκινήσαμαν για το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, που λέγεται... Από τους πρώτους είμασταν στο πεζοδρόμιο του πρακτορείου! Μαζευτήκαμαν καμια κουσιαριά, γνωστοί και άγνωστοι. Καρτερούσαμαν, καρτερούσαμαν και δεν ελπίζαμαν πως θάρθει το αυτοκίνητο... Κι όμως, φάνηκε κατά τις εννιά... Ήρθε κι άραξε μπροστά στο πρακτορείο. Κατέβηκαν τρεις, μπήκαν μέσα, κι άρχισαν κουβέντα. Εμείς, όλο περιέργεια, ζ’γώνουμε και ρίχνουμε τα μάτια στην καρότσα, θέλοντας να δούμε σε τι καθίσματα θα καθόμασταν! Τα χάσαμαν (που λέμε...). Ούτε ένα κάθισμα! Κάτι τενεκέδες και κάτι τσιουβάλια ήταν σκορπισμένα (ούτε καν μαζεμένα!). Δεν θάναι του δ’κό μας - είπαμαν ο ένας στον άλλον... Του δ’κό μας ήταν - νειάτα μ’ γραμμένα - του δ’κό μας... π’ να μην είχαμαν σώσ’ και να μην είχαμαν φτάκ’ (παχύ του κου). Βγαίνουν οι τρεις καμπαλέρος κι ο Φώντας τέσσερις... και χωρίς να μας ρίξουν μια ματιά... διατάζουν... «Ανεβάτε...». Σαν εκείνους που τους πήγαιναν για τα κρεματόρια... έτσι κι εμείς, βοηθώντας ο ένας τον άλλον, ανεβήκαμαν... Τότε αρχίνσαμαν τις διαμαρτυρίες, «πού να κάτσουμε... πώς να ταξιδέψουμε έτσι;..». Καθίστε όπου βρείτε μας απάντησαν κι ανεβαίνει ο σωφέρ κι απλώνει το χέρι... και δώκαμαν από πέντε χιλιάδες ο ένας! Πήγε ύστερα και λογαριάστηκε με τον πράκτορα... Από εμάς οι πιο έξυπνοι είχαν κάτσει στους τενεκέδες και τα τσιουβάλια!
(Συνεχίζεται)
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.