ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Περάσαμαν από ένα μικρό Αγρίνιο με μια μεγάλη πλατεία!..

Πηγαινοέρχονταν η μαούνα... κι ήρθε κι η σειρά μας και νομίσαμαν πως μας παν για το απόσπασμα... σας τόπα. Πού θα πάειναμαν πάνω σε δύο γρεντιές ο ματρακάς μας... κι εμείς χύμα!..
Κι όμως, πήγαμαν, οι απόκληροι εμείς. Μας είχαν πει στον Ψαθόπυργο, πως σαν φτάναμαν απέναντι... θα πάειναμαν στην Αστυνομία και κει θα μας υποδείχνανε πού να τσακιστούμε να ψοφήσουμε, τα ψοφίμια εμείς... Σιγά μη μας άφηναν να κάνουμε τον κόπο να ψάχνουμε για αστυνομίες!.. Τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα, του λιμανιού οι κράχτες!.. «Για ύπνο θέλετε; Ελάτε... έχουμε σπίτι έτοιμο... Εκείνη την ώρα... στο χάλι που είμασταν και σε μπορντέλο να μας πήγαιναν... ούτε που θα καταλαβαίναμαν. Μας πήγαν – από κάτι στενά – κάπου εκεί κοντά, όλο το κοπάδι της καρότσας!.. Αφού βάλαμαν στο χεράκι της σπιτονοικοκυράς όσα μας χάλεψε, ένας-ένας μας πέρασε σε κάτι φτωχομαντζάτα και φτωχοκρεβάτες... του σιόμπαστου ξενώνα του 45. Πέσαμαν πάνω σε διάφορα τσιόλια που βρίσκονταν καταής και είπαν και άι... που δεν ήταν η άμμος των Ισθμίων!..
Ακόμα και το παγανό της Ζαγορίσιας, ξεράθηκε, το μαύρο. Σαν ξημέρωσε, βάρεσαν εγερτήριο τα σωφέρια του ματρακά μας! Ένας-ένας που σηκωνόμασταν από το σιαδ... ψάχναμαν για τα μέλη μας... τα τεντώναμαν... τα μετρούσαμαν... εντάξει, είμασταν αρτιμελείς... Μπήκαμαν πάλι στο μεταφορικό μας μέσον για μεταφορά!
Σάμπως καταλάβαινα που πάειναμαν; Μία φορά είχα ταξιδέψει πέρα από τα όρια του Νομού μας. Τότε που πήγα στη νιόπαντρη ξαδέρφη μου, στην Άρτα, το 39... αλλά είχα ταξιδέψει σαν επιβάτης... με λεωφορείο πράσινο τύπου Κάπα, που τα έλεγαν... και να σταματήσουμε και στα Πλατανάκια για καφέ και υποβρύχιο Συριανό... πολιτισμένα πράγματα! Πήραμαν τις ανηφόρες σε κείνο το σκατοβούνι, που κοιτάς κάτω – ακόμα και τώρα – και σούρχεται αντράλα, φανταστείτε το τότε μ’ έναν χωματόδρομο στενό... και με γαλαρίες!.. Νόμιζες πως θα πας κάτω στη θάλασσα... Στα στενά της Κλεισούρας – ανάμεσα Μεσολόγγι κι Αγρίνιο – είπα, Θεέ μ’ κόψε με!.. Τι παντυχαίνετε... ότι ήταν ο δρόμος που περνάμε τώρα; Ένα ανήφορο ζικζακωτό ασκόλαστο πήραμαν απ’ τη μεριά του Μεσολογγίου... γιατί μέσα στην Κλεισούρα ήταν ολόβουλο βουνό!.. Απ’ την κορφή του κατηφορίζαμαν – κατηφορίζαμαν, ώσπου να βγούμε από τη μεριά του Αγρινίου!.. Χρόνια και χρονάκια δούλευαν εκεί για να ισιώσουν τον τόπο και να γίνει ο δρόμος που περνάμε τώρα. Μέχρι και για πετρέλαιο έψαχναν εκεί, σ’ αυτά τα χρόνια που διάβηκαν. Και περάσαμαν τότε, από ένα μικρό Αγρίνιο με μια μεγάλη πλατεία... Κι άρχισε να μας μυρίζουν Γιαννινάκια... για... τι ήταν στο χάρτη... ιτς τίποτα... Οι μαύροι εμείς... Και βρίσκαμαν ποτάμια και ποταμάκια χωρίς γιοφύρια και περνούσαμαν πάνω στα σιδερικά ένας-ένας με τα ποδαράκια μας... για να περάσει το σαράβαλό μας ξεφόρτωτο! Φαρ Ουέστ σας λέω και δεν με πιστεύετε. Και τα μπλόκα, μπλόκα! Σταμάτα εδώ, σταμάτα εκεί, σταμάτα παραπέρα θαυμάζοντας λίμνες και καρβασαράδες... ήρθε και μας βρήκε η δύσις ηλίου – που λένε – στις ανηφόρες του Μακρυνόρους παρακαλώ! Ε, εκεί, όσο κι αν είχα εξαθλιωθεί ως νεάνις... όσο κι αν ήθελα να σκούξω... θαύμασα με αγαλλιασμό τον ήλιο τον βλοημένο να βυθίζεται στα νερά του Αμβρακικού. Είχαμαν ξεκινήσει με την Ανατολή... από την Έπαχτο... και με τη Δύση είμασταν στο Μακρυνόρος, στις ανηφόρες!.. Καλά δεν ήταν; Ζούρλια!.. Από κει γυρίσαμαν στον κόλπο που είναι τώρα το Μενίδι... Τότε δεν ήταν ΤΙΠΟΤΑ...
(Συνεχίζεται)
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.