ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Θυμάται κανείς τα προπολεμικά τα Γιάννενα με παγωτή;

•  Δημητράκη μου, Μπαλαμάτσια, σ’ ευχαριστώ για το πεσκέσι πόνημά σου… κι εσύ νάχεις την ευχή των γονιών σου… Σου δίνω μία συμβουλή – σα μεγαλύτερη κι όχι σοφότερη… μην εξηγείς μοταμό, ας σκίσουμε και λίγο το κεφαλάκι μας βαθαίνοντας στην κάθε ντοπιολαλιά του τόπου μας. Καλό κουράγιο!
Βρήκαταν τον μπούσουλα της καθημερινότητάς σας, φίλοι μου αγαπημένοι; Δυστυχώς, κοιτάμε με τρόμο τα δελτία των καιρών… όλων των καναλιών… μήπως κάποιο μας λυπηθεί και τα γράφει πιο παρήγορα!.. Κι αιτία είναι η σκασμένη ρόδα!.. (Όχι βέβαια αυτή που σας κλατάρει… αλλά κάτι σα… χαϊδευτικό!). Ναι… όπως θα λέγαμαν… αυτή η χαϊδιάρια η ρόδα του ΙΧ μας. Κυκλοφορεί ο ντουνιάς, τώρα με τα ποδαράκια τ’; Δυο και τρία ΙΧ μπορεί νάχει μία πολυμελής φαμίλια!.. Πώς να κουνηθεί ένα βλοημένο αυτοκίνητο… σε παγωμένο δρόμο; Απόμεινε κανένας –σαν και μένα- να θυμάται τα προπολεμικά Γιάννινα με παγωτή; Θυμάται κανένας τους κεντρικούς μας δρόμους… στο τέλος του 1944 που περνούσε ο καταβρεχτήρας… που οδηγούσε ο συμπέθερός μου, ο Μιχαλάκης ο Δεβέκος… κι απόλναγε χουχλαστό νερό… κι από πίσω εργάτες με κασμάδες έκοβαν τον πάγο και τον σώριαζαν δεξιά-ζερβά. Όσο να περνάει ένα αυτοκίνητο (και τ’ αυτοκίνητα μετρημένα ήταν τότε!). Ψυχή δεν έμπαινε στην πόλη μας… μέρες έκαναν να φανούν από τα γύρω χωριά με το κατιτίς τους για πούλημα… Το πάλευε ο κοσμάκης και δεν έφερνε τον κατακλυσμό… και υπαλλήλους από την ύπαιθρο χώρα… δεν είχαμαν, που να θέλουν ταξίδι τέσσερις φορές τη μέρα… κατοικούσαν μέσα… στην πόλη δηλαδή… Αφήστε που πολλάκις… διάβαιναν (πέθαιναν) χωρίς να μπορεί να τους γιατροπορέψει κανένας!
Στα χωριά μας των μεγάλων υψομέτρων ξεχιόνιζαν τους «καβαραίους τους», τις σκεπές τους με την άσπρη ή μαύρη πλάκα – την παραδοσιακή, που λέμε τώρα. Το χιόνι που τόριχναν στα στενά γκαλντερίμια τους… ανέβαινε τόσο πολύ… που έλεγες καλημέρα από το παράθυρο, όταν αναγκαζόσουν να βγεις για την φροντίδα αποκλεισμένων ζωντανών – που ήταν το μέγα πρόβλημα… Τέτοιος καιρός δεν ήταν με το χαλασμό της Γιαννιώτικης Εβραιακής Κοινότητος;
Τρία χριστιανικά σπίτια ήταν στο Κουρμανιό μου κι όλη η περιοχή κατοικιόταν από Εβραίους… φίλους και πελάτες μας. Η παρέα μου ήταν εβραιοπούλες. Ακόμα δεν μου φεύγει από το νου η Ραχήλ μου στο διπλανό σπίτι… που την έριξαν στους φούρνους την ώρα που γεννούσε! Κι όταν το καλοκαίρι του 1945, άρχισαν να γυρνάν όσοι επέζησαν… έτρεχα να ρωτήσω για τους γειτόνους μου και φίλους μας. Κι από το βιβλίο μου με βρήκε ο εγγονός της κυρα-Χανέσιως… που με φώναζε και της έβαζα το φαΐ στη φωτιά το Σάββατο το μεσημέρι, επειδή εκείνοι δεν έπιαναν φωτιά από την Παρασκευή τ’ απόγευμα ως το Σαββάτο το απόγευμα!.. Το καλοκαίρι το κρεμούσαν στο πηγάδι μέσα σε καλάθι… ως εκεί που άρχιζε το νερό… Το δε χειμώνα… το σκέπαζαν το απόγευμα της Παρασκευής μέσα στη χόβολη του φούρνου τους. Είχαν φούρνους σχεδόν όλα τα σπίτια… Τα θυμηθήκαμαν με τον Ιακώβ Βεχορόπουλο, τον εγγονό της γειτόνισσάς μου… που ήρθε από το Ισραήλ και με βρήκε… αδελφούλα μου με φώναζε… Με πήρε ένα βράδυ να μου πει ΑΝΤΙΟ… και πέθανε ο Γιακός μου.
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.