ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Μητέρα τρέξτε… μας πήραν οι «ξωθιές» το παιδί!

Πέρασαν και τα τρία καλά Σαββάτα μας… κι τ’ χρόν… Θέλω να πιστεύω πως δεν θα λούστηκε κανένας σας αυτά τα Σαββάτα… θα το μαθαίναμαν, θα γένονταν χαλασμός!.. «Μωρέ… έμαθις τι γίνκι; Τ’ τάδι τ’ πήραν τ’ φουνή οι νιράϊδις… χαλασιά τ’ κι φουρτούνα τ’…».
Κάτι έπρεπε να φοβάται ο άνθρωπος… ήταν Ψυχοσάββατα αυτά τα τρία Σαββάτα… Δεν λούζονταν δεν πουρπουρεύονταν!.. Της καλής μου πεθερούλας όμως της πήραν οι «ξωθιές»… το παιδί… από την «αιώρα…». Άγια τα χωματάκια της… Δεκατέσσερων χρονών την αρραβώνιασαν… οι δυο μαμάδες!.. Η δικιά της… γιατί έτσι γίνονταν τότε… Και η δικιά του – η έξυπνη κόνα Σταυρούλα… για να της φύγει από το κεφάλι ο μπελιάς του γιου της του Γιώργη… που δεν μαζευόταν από τα πανηγύρια, όταν έπιανε στεριά… όταν ήταν ξέμπαρκος δηλαδή!.. Τον πάντρεψε κι αγάλιασε! Δεκάξι χρονών η πεθερούλα μου, κουνάριζε το πρώτο από τα δέκα της!.. Η μάνα της της έδωσε προίκα το μισό σπίτι… Άλλη είσοδο η μάνα κι άλλη η κόρη και μία σκεπή… κι ένα τετράγωνο στον τοίχο ανοιχτό, να μιλάν για ό,τι χρειάζονταν και να παιρνοδίνουν ό,τι χρειαζόταν! Αν ήθελαν ν’ ανταμώσουν… έκαναν γύρω από το σπίτι! Πιστεύω να με καταλαβαίνετε. Λοιπόν, έφυγε ο Γιώργης για μπάρκο σε διάφορα νησιά του Αιγαίου και η πεθερούλα μου μαντάλωνε την οξώπορτα, έλεγε και με τους δικούς διάφορα από την τρύπα του τοίχου, της έδινε και φαγουλάτα, έλεγαν καληνύχτα και κοιμόταν με τις κότες! Όλη τη νύχτα το λεχωνούδι γκάριζε κι η Αργυρούλα τραβούσε το σκοινί της «αιώρας» της κρεμασμένης από το ταβάνι… κι ήταν ψόφια για ύπνο.
Κάποτε, σταμάτησε να κλαίει το παιδί… κι άνοιξε εκείνη τα νυσταγμένα ματάκια της. Η «αιώρα» ήταν ούτε μια παλάμη πάνω από τα στρώματα… Απλώνει η κοπελίτσα, η μάνα το χέρι της… και δεν πιάνει παιδί! Πετιέται τρομαγμένη προς το τετράγωνο άνοιγμα προς τη μάνα της… «Μητέρα… μητέρα τρέξτε… μας πήραν οι «ξωθιές» το παιδί! Κάνει το γύρο η κόνα Ελένη… Της ξεμανταλώνει η Αργυρούλα… άρα εντάξει, δεν μπήκαν από την πόρτα τα ξωτικά! Θα μπήκαν από τη γωνίστρα… την καπνοδόχο από το τζάκι της γωνίας… Και κλάψε και σκούξε μάνα και θυγατέρα και να μαζευτούν και γειτόνια και να τραβούν τα μάγουλά τους… κι η πεθερά μου έτρεμε και την χαντζιάρα του δίμετρου αντρούλη της! Κάποια του σογιού πήρε να τακτοποιήσει το δωμάτιο, να σηκώσει τα σκεπάσματα και καλά που δεν τον πάτησε τον Νικολάκη… Τον πρώτο της γιο, που κοιμόταν στη ζεστασιά των σκεπασμάτων που πέταξε η μανούλα του όταν άπλωσε το χέρι της και δεν τον βρήκε! Η καημενούλα η δεκαεξάχρονη, όπως τον κούναγε με δύναμη αναποδογύρισε την «αιώρα» κι έπεσε το παιδί. Φαντάζεστε τι έγινε... Και τότε ήταν που μούντζωσε τα μούτρα της… η μανούλα της Αργυρούλας.
«Να, λωλή μάνα... Τι πάντρευες!..». Τώρα τα εγγόνια της ρωτάν εμένα για διάφορα για το νησί των παππούδων τους!.. Μου άρεσε να την ακούω να μου μολογάει, έμαθα τόσα και τόσα για κείνα τα μέρη. Κι ο καπετάνιος πεθερός μου, ήταν φίλος μ’ όλους τους καραβοκύρηδες του δικού μας Νησιού… «Καπετάν Γιώργη… πιάσε το τιμόνι για ταξίδι», τούλεγαν και κείνος καμάρωνε που κρατούσε πάλι τιμόνι…
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.