ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Οι αηδημητριές οι γιαννίτ’κες ήταν στο φόρτε τους σε κάθε αυλή!..
- Φίλοι μου αγαπημένοι – πού είσαι Άλκη Στέα; Φίλοι μου αγαπημένοι, λοιπόν, ξημερώνει η γιορτούλα των Τάκηδων, των Τακούληδων των Μήτσιων, των Μήτρων… της Μιμής Ντενίση και της Μιμής μας της τρανής. Χρόνια σας πολλά και προπαντός καλά.
Οι αηδημητριές οι γιαννίτ’κες – τα χρυσάνθεμα δηλαδή ήταν στο φόρτε τους σε κάθε πεζούλι αυλής… σε κάθε ντενεκέ και ακόμη και στους όχτους που πέταζαν τα σκούπρα και ήταν και ρίζες τους που πέταζαν οι γιαννίτσες – όταν τις αραίωναν!.. Τώρα στολίζει ακόμα κι είναι όμορφο δώρο, σ’ όμορφες γλάστρες των ανθοκομείων που αναλαμβάνουν να της παν κιόλας στους εορτάζοντες. (Να σας καλορωτήσω… γιορτάζει ακόμα ο Δημήτρης ή η Τούλα… ή την κοπάνισαν σε κάποια εκδρομή;).
Απ’ λέτε στα μικράτα μου… μοναχά οι άντρες γιόρταζαν ονομαστικές γιορτές και (δέχονταν) για χρόνια πολλά… σαράντα μέρες! «Μήναγαν» ότι θα τους κάνουν την τιμή να τους επισκεφτούν… για το «εις έτη πολλά». Κοσμάκη μου παλιέ, τι όμορφες έγνοιες σας έδερναν γαμώτη του. Κι οι καψαρές οι οικοδέσποινες είχαν την έγνοια όλη τη χρονιά να τοιμάζουν τα γλυκά του κουταλιού και των τεσσάρων εποχών!
Κι άκουες στ’ ανταμώματα… «Ξουτκό του σιύκου μουρ Αριστούλα μ’, ιγώ δε το πιτχένου έτσ’… θα μ’ πεις πώς το φ’κιανς ή μας τοχς κρυφό; Κι έκαναν και το απαραίτητο κουτσομπόλι –το κουρκουσλίκι- κι έλεγαν ύστερα μεταξύ τους… «ιδώγια ν’ απουμείνουν…» δηλαδή να μην πουν οι άλλες πως τους τάπε η «τάδε».
Και κυκλοφορούσε το λογοπαίγνιο… «Γιατί πήγες κι είπες κι έλεγες πώς πήγα κι είπα κι έλεγα… και πήγαν κι είπαν κι έλεγαν…». Και στ’ ανταμώματα περηφανεύονταν τι θα χρειαστούν να «ρίξουν τς χρουνιάς». Δεν έριχνες της χρονιάς; Δεν ήσουν τίποτα!.. Έπρεπε νάναι στη «μπίμτσα». Το δροσερό υπόγειο ό,τι χρειάζεται ένα σπίτι ως τον άλλον χειμώνα… Τα κάρνα τ’ (κάρβουνα) τα ξύλα τ’… του λάδ’ τ… του βούτρου τ’… τα φασούλια τ’… τα ρυβίθια τ’… τ’ φακή… κι ότι αγοράζουμε κι έχει ημερομηνία λήξης. Τώρα, ό,τι μας λήγει –τάχα μας- το πετάμε γαμώτη μου. Τότε τόδιναν στους διακοναραίους! Άσε που οι «κονταρίτσες» οι βελόνες που δεν έχουν μύτη οι λεπτές που δεν υπάρχουν πια… οι βελόνες που έπλεκαν τα τσιουρέπια… τα μαλλίσια για το χ’μώνα και τα βαμβακιρνά για το καλοκαίρ’… Κι οι φανέλες παρομοίως… μαλλίσιες και βαμπακιρνές… Υπάρχουν κάλοι ακόμα; Τότε να γλέπαταν δυστυχία ποδαριών… μέχρι που έκοβαν το παπούτσι ένα στρογυλλάδι πάνω από το δάχτυλο… Τις φτέρνες οι γυναίκες τις έξιναν πάνω σε κατσαρή μαυρόπλακα!.. Τις αλαφρόπετρες δεν τις ήξεραν… Όταν ο κάλος μάζευε όμπγιο (πύο)… έβαζαν το σκ’λί.. και τόγλυφε.
Θα σας πω κι άλλα...
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.