ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Ου κυρ Τακς με τις βίζδις θα τίναζε κι αυτός κάνα τσιπράκ!

Τ’ Αη-Δημητριού, τότε, το «40», μ’ έφτακε η μάνα μου πάλι στην Καλούτσια...  Ανέλ’π’ αυτή η βίζδα! Γιόρταζε ο κυρ Τάκ’ς... Ποιος ήταν ου κυρ Τακς; Ήταν ου άντρας τς Βγινούλας!.. Η Βγινούλα ήταν παιδική φίλη... Της αδερφής του πατέρα μας, τρέχα γύρευε... Από τς κάπας μανίκι και της πεθεράς πατίκι, πλέγαμαν εδώ... Η Βγινούλα ήταν εξηντάρα περίπου. Πλατώνα!.. Παχιά, ψιλή... αφράτ’... Με βυζιά και κώλια μπόλικα. Με μαύρο παλιοκαιρίτικο μαντήλι στο κεφάλι... αλλά μοντέρνο μπλε τσιφάτο (πουά) φουστάνι. Σε καλοδέχονταν όλο φωνή και σιαματά! «Καλώς τς... κουπιάστι... κάτσ’ τι...». Ου κυρ Τακς χαίρουνταν διπλά. Με τις βίζδις θα τίναζι κι αυτός κάνα Τσιπράκ και θα τον αγριοκοίταζε η Βγινή. Όλη την ώρα της βίζδας ο εορτάζων χαμογελούσε πανευτυχής και πανευδαίμων λόγω οινοπνεύματος. Η Βγινή κρατούσε μοναχή της τη βίζδα ζωντανή... Δεν προλάβαινες ν’ ανοίξεις στόμα... διά όλα είχε άποψη!.. Για τον καιρό, για τις επιστρατεύσεις, για τα κρασιά, για τα κυδώνια, για τα κόμματα, για την παντρειά... για το τσιρλιό (με το σμπάθειο). Εκεί που δεν της έβγαινε κανένας, ήταν η παντρειά. Έξι πιδιά είχε... Π’να τς ζήσουν έλεγε. Είχε δυο θυλκατάρες τριανταπεντάρες κοκκινομούτσουνες και ξεπλυμένες ξανθιές. Κέρναγαν και χαμογέλαγαν μπανταλωειδώς χωρίς αιτία κι αφορμή... Η Βγινούλα είχινι κι τέσσιρα σιρκά... Τόνα καλύτερον απ’ τ’ άλλο... Αυτά τα πιδιά τάχει για δόλωμα... για να παντρέψει τις ξεπλυμένες της. Όταν μ’ έβλεπε μούλεγε «α, μουρ’ Κουλίτσα μ’... ισύ γίνκις ξουτκή, να... βρέστε κι εσείς γαμπρούς για τς τσιούπρις, κι να σι πάρου νύφ’ σ’ ένα παιδί». Δεν τόλεγε μοναχά στη μένα, από τότε που ήμουν δέκα χρονών... Τόλεγε σ’ όλους όσους είχαν τσιούπρις!.. Τέτοια έλεγε κι άφσι τς ξεπλυμένις τς ανύπαντρις...
Αφού σκολνάγαμαν απ’ την υποχρέωση στο σπίτι του κυρ Τάκη και της Βγινούλας, είχε σειρά η θεία Φουτνή, π’ γιόρταζε το Δημητράκη της, το εγγόνι της, που σπούδαζε στη Σχολή Ευελπίδων. Εκεί να γλέπαταν δέξιμο!.. Κι εμείς, ψοφάγαμαν να πάμε βίζδα στη Τατά Φουτνή. Εκεί να γλέπαταν παλιό γιαννιώτ’κο ματζάτο... εκεί θέλαγαν να καθόμαστε! Το σπίτι ήταν πέρα, εκεί στο Θηλέων (σημερινό ΙΚΑ), σ’ εκείνη τη μύτη που κόπηκε κι άνοιξε ο δρόμος.
Η Τατά ζιούσε με νύφη... και με τσιούπρα. Θα σας τα πω μεθαύριο τα παρακάτ’. Γεια σας!
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.