ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

H Tζ’βούλα κοίταζε το β’τζιάν και της έβαζαν κάνα φράγκο στο χέρι...
• Θυμάστε πολλοί τον Ιωάννη Μεταξά; Επί Μεταξά θα σας πάω…  για να θυμηθείτε οι παλιοί και να μάθετε οι νέοι… Οι νέοι! Σπουδάζουν ή δουλεύουν σκυλίσια… ή είναι χαραμπάδες, συζούν μια χαρά και λόγος δεν πέφτει σε γονιό, πάππη, προσπάππη… Τότε, επί Μεταξά, ήταν που τακτοποιήθηκαν πολλές μορόζες (ξεστεφάνωτες). Τότε ήταν που τακτοποιήθηκε κι η Τζ’βούλα… Παρασκευή την βάφτισαν και κατά τα Γιάννιώτ’κα… γίνκι Τζ’βούλα… Φόντας χάθ’κι ου ν’κουκύρς τς ου Μίλτους και την άφησε με το δάχτυλο στο στόμα – που λέμε, η Τζ’βούλα δεν τόβαζε κάτω. Τι ήταν ο καψο Μίλτος; Ένας τσαγκαράκος σ’ ένα στενοσόκακο του Κάστρου μας. Και νάταν τσαγκαράκος ήταν καλά! Πιο πολύ, μπαλωματής ήταν… κι αν έφτιανε και κανένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια… θάταν τίποτα νεκροπάπουτσα της δεκάρας για κανέναν γέρο που τον τοίμαζαν για του Μαλαμίδα… (Μαλαμίδα έλεγαν έναν κτηματία γης εκεί στον Άγιο Νικόλαο Κοπάνων, που ύστερα έγινε το καινούργιο Νεκροταφείο. Πολύ πειράζονταν κι αστειεύονταν οι Γιαννιώτες κι άμα έβλεπαν κανέναν νάχει αδυνατίσει, τούλεγαν «μωρεέ, για τ’ Μαλαμίδα γίνκις;»).
Πάμε παρακάτ’… Η Τζ’βούλα απ’ λέτε, δεν τάχασε και δεν ήταν μπανταλή να φάει τα χέρια τς, στα πλυσταριά τ’ μοιανού κι τ’ αλλ’νού… και δεν είχε σεβντά στο σκαφίδ’. Έπρεπε όμως να ζήσουν κι αυτή και το μαξούμ’ π’ ορφάνεψε! Το μαυρόπαιδο ο Πετράκης ήταν εξ απαλών ονύχων… τεκνιφέζκο κι ανέσωτο… Όλο με κλούντζια το ανάστησε. Αλλά, ξέρετε εκείνο που λέγαμαν στα Γιάννινα, «Γαμπρός με μάγια και παιδί με κλούντζια, δεν κάνουν προκοπή. Και κλούντζια λέμε ακόμα… τα πρακτικά φάρμακα!..
Τι προκοπή νάκανε το φτωχό που η μανούλα του τόχε καταδικάσει εις θάνατον!.. Σταθείτε να τα πάρω με τη σειρά… Πριν ακόμα χαθεί ο μακαρίτης η Τζ’βούλα το κοίταζε το β’τζιάν (φλυτζάνι) κι όλο της έβαζαν στο χέρι κάνα φράγκο – οι μπανταλές πούθελαν να δουν τη μοίρα τους στον τελβέ από τον καφέ! «Όταν όμως χάθηκε ο στύλος του σπιτιού, ο μπαλωματής σύζυγος, η Τζ’βούλα… τόριξε στο ρουφιανλίκι! Εύκολη δουλειά, αλλά χρειάζεται ταλέντο, κι απ’ αυτό είχε ο στραβοσουγιάς η Τζ’βούλα! Θεός σχωρέστην σαν καλικάντζαρος ήταν… Πετσί και κόκκαλο ήταν… δεν σημάδευε αν ήταν γυναίκα. Ούτε β’ζί… ούτε κώλος υπήρχαν. Κατάμαυρα ντυμένη πάντα – από σέβας στο μακαρίτη. Το κλασικό μαύρο μαντήλι, δεμένο κόμπο στο πλάι, πάντα ποδιά ζωσμένη και ποτέ παπούτσι. Μόνο πατίκια φόραγε και φρατς-φρουτς όλο κόσιευε…
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.