ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Πάισαν τα Γιάννινα με τ’ αμπέλια γύρω-γύρω…
 Πρώτα-πρώτα θα σας χαλέψω να με σχωρέσετε που δεν έκανα τη διευκρίνιση για ποια αμπέλια έγραφα! Φίλοι του Πρωινού Λόγου… συμπαθάτε με. Έγραφα για τ’ αμπέλια που είχαν ρακοκάζανα… που έβγαζαν τσιπράκ’ ματαβγαλμένο… να πιείς και να μην βρίσκεις το σπίτι σου. Και που δεν ήταν αμπέλια! Του Ναθαναήλ το θυμάστε; Μικρό παιδί, το θαύμαζα και ζήλευα τους Ναθαναηλαίους που κάθονταν στην βεράντα τους και μπροστά τους είχαν το αμπελάκι. Ας αφήσω –όπως λέτε κι εσείς- τις κληματαριές που ήταν στα σπίτια που είχαν μια στάλα χώρο!.. Η αφεντιά μου τα ζήλευα περσότερο γιατί νοσταλγούσα την Κυραμάνα και το σόι το Καπεσοβίτ’κο. Πάισαν, φίλε μου, κείνα τα Γιάννινα που τ’ αμπέλια ήταν γύρω-γύρω απ’ τα Γιάννινα του τότε! Τα Γιάννινα των είκοσι χιλιάδων κατοίκων… Θυμάστε τα Σαρρέικα; Και μέσα στο σπίτι των Σαρρέων κι όλες εκείνες οι πλαγιές. Κι εκεί ακόμα στο βουνό του «Συνοικισμού» που τον λέμε κάποιοι παλιοί, ακόμα… αμπέλια ήταν… Σπίτι που νάχει χώμα και να μη κάνει το κρασάκι του ήταν να το λυπάσαι. Κάποιους δεν τους έφτανε για όλον τον χρόνο και ντροπιασμένοι αγόραζαν! Κι έλεγαν το ρεφραίν «σαν του θκόμ’ δε ματαγένιτι…».
Θυμάστε την Δομπόλη που δεν ήταν δρόμος παρά ένα μονοπάτι που περνούσε πάνω απ’ τα Κυπαρίσσια που στέκουν ακόμα; Όλα αμπελάκια βλοημένα ήταντα… Στο Βελισσάριο; Αμπέλια κι εκεί. Στην Κιάφα; Τραβούσαν ως τις στρατιωτικές φυλακές… που τώρα είναι ο Ακραίος… Στο Κάστρο μέσα, σ’ ένα τεράστιο τούρκικο σπίτι που το είχαν αγοράσει τα ξαδέρφια μου, οι Ζαγορίσιοι μπουγατσιατσίδες… Τ’ αμπέλι το δούλευαν ως εδώ και κάμποσα χρόνια…
Το Τσεκουρέικο, που ακόμα στέκει ερείπιο, είχε απέραντο αμπέλι… Από τον Άγιο Νικόλαο Κοπάνων ως το Λασπόπορο, ήταν αμπελάκια βλοημένα. Τι να πρωτοθυμηθώ και τι να νοσταλγήσω; Τις Κυριακές το πρωί –μετά την εκκλησία– που μας έπαιρνε ο πατερούλης μας… να μας γνωρίσει τα Γιάννινα; «Πάμε από δω να δούμε τι άφσαν ορθό..» έλεγε. «Εδώ ήταν το τάδε… μπα κακή τς ημέρα, τι τς’ ήρθι κι του χάλασαν;». Τόπα κι εγώ πέρισυ που μ’ έβγαλε η αναδεχτή μου μια βόλτα να μούρθει καλά… Κι έπεσα πάνω στην ώρα τη χειρότερη, Αύγουστο μήνα τέσσερις το μεσημέρι (τότε ευκαιρούσε το χρυσό μου…). Κι αντί να μούρθει καλά… κόντεψε να μούρθει αποπληξία… και το αυτοκίνητο παλιό –παμπάλαιο χωρίς εκείνο το μαραφέτ’ που δροσίζει… και να με περνά από δρόμους που της έλεγα να με πάει και να μη γνωρίζω τίποτα… ούτε το ρολόι της πλατείας. Και δεν γνώρισα το Κουρμανιό μου… εγώ! Με γύρισε και μούβαζαν κρύα πανιά στο κεφάλι για να νταμπλιαστώ! Επιμένω πως κάτι μούμεινε από κείνη τη βόλτα στα Γιάννινά μου! Ήθελα να δω η μαύρη εγώ, τη βρύση της Σαντοβίτσας που ήταν ο αγαπημένος μας περίπατος στα μικράτα μας. Να πιούμε και νερό σούπερ χωνευτικό… και δεν βρήκα ιτς τίπουτας. Βρήκα όμως μια ολόκληρη πόλη με σπίτια, μέγαρα, πολυκατοικίες. Σας αφήνω, πρέπει να δω το πρόγραμμα… Τι θα δω απόψε; Μια μερίδα απ’ τα ίδια για πολλοστή φορά!
Γεια σας παιδιά!
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.