ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Ύστερα μάθαμαν πως πήραν τους Εβραίους των Γιαννίνων…
 Όλ’η δόξα, όλ’η χάρη, Άγια Μέρα ξημερώνει και τη μνήμη σου το Έθνος χαιρετά γονατιστό…
Η μεγαλύτερη Εθνική μας γιορτή… Ο ξεσηκωμός των σκλαβωμένων Ελλήνων κατά του δυνάστη Οθωμανού!
Δεν θ’ αναφερθώ στις παρελάσεις και τις δοξολογίες των σχολικών μας χρόνων. Θα σας μολογήσω για την 25η Μαρτίου του ’44… Κι όχι για τους Εβραίους της πόλης μας, γιατί δεν τους είδα να τους μαζεύουν χαράματα και να τους βάζουν σε ξέσκεπα φορτηγά και να τους τραβάν για τον χαμό τους! Θα σας πω για μια ομάδα δύστυχους που αραδιάστηκαν από το πουθενά στις ράχες στο έμπα του Καπεσόβου, του χωριού της μάνας μας, που ζήσαμαν έντεκα μήνες της Κατοχής του ’44…
Την παραμονή είχαμαν και γιορτασμό (που θα πει… το γλεντήσαμαν… στο μεγάλο σχολειό του χωριού). Ομιλίες από δασκάλους και μαθητές και τραγούδια Εθνικά και τα τοιαύτα. Το χωριό… ΕΑΜοκρατούμενο παρακαλώ… Εκείνο το πρωί, κάποιος έβαλε το σκουζμό… «Γερμανοί, Γερμανοί στ’ ράχες»… Διά γυμνού οφθαλμού φαίνονταν πως ήταν Γερμανοί… Για πότε δόθηκε το σύνθημα και πήραμαν τον κατήφορο προς το Βίκο; Πού πάειναμαν ξυπόλυτοι; Ούτε παπούτσια δεν φορέσαμαν… με τα τσιουρέπια είμασταν…
Ο ξαδερφός μου ο Λώνης είχε την πρώτη κόρη του μωρό… που την ζαλώθηκε η καημένη η γυναίκα του!.. Εκείνος είχε το όπλο του… και την Ντόνα… τη σκύλα… Εγώ, η νεάνις, των 19 χρόνων, είχα αρπάξει έναν καθρέφτη!.. Ο Λώνης μας φώναξε… «Ελάτε από το κοντό μου… ξέρω μια σπηλιά… φταν’ να μην είνι κινμένους ου λάκκους…». Ο λάκκος δεν ήταν κιν’μένος (δεν έτρεχε νερό γιατί ήταν παγωμένα όλα...). Ροβολήσαμαν στη χαράδρα και ριχτήκαμαν απέναντι σε έναν βράχο… και σκαρφαλώσαμαν στα τέσσερα και μπήκαμαν σε μια σπηλιά… γιομάτη σταλαχτίτες (ποιος να ξέρει πόσους βαθμούς κάτω απ’ το μηδέν ήταν…).
Ο καπετάνιος η μάνα μου κατέβηκε στον παγωμένο λάκκο και μάζεψε ξερά δέντρα που τάχε βγάλει στις άκρες το νερό όταν έτρεχε. Μας άναψε φωτιά… και μαζευτήκαμαν γύρω της… Ένας καψαρός, έφερε μια προβατίνα πούχε γεννήσει εκείνο το πρωί… δίδυμα, τάχε σε μια καλάθα… Κι η γυναίκα του φορτώθηκε την κοπελίτσα που δεν περπατούσε ακόμα…
Η αδερφή μου των 10 χρόνων, είχε πάρει τα βιβλία της, χαρτιά και μπογιές!.. Ο άλλος ξαδερφός μου, ο Κώτσιος ο Μπαρτζώκας είχε πάρει… το προικιάτ’κο το πάπλωμα και κλουριάστηκαν με την γυναίκα του… Η αιώνια Μήλα μας ήθελε ρέγουλα… και δεν κρατήθ’κι η μάνα μας και την μουρτζούφλιασε!..
Σαν χάραξε, ακούμε πάνω από τον απέναντι βράχο… «Ου… ου… ου… Τι κάθεστε μωρές… Οι Γερμανοί έφκαν τ’ νύχτα»… Είχαν χωθεί κι εκείνοι στο πρώτο ξωκκλήσι, τον Αη – Θανάση κι έκαψαν τον Τέμπλο με τις εικόνες… για να ζεσταθούν!.. Δεν μπορούσαμαν μετά να καταλάβουμε πώς και τι γίνικε… Ύστερα ήρθε σύνδεσμος από δω… τα Γιάννινα και μάθαμαν πως πήραν τους Εβραίους των Γιαννίνων…
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.