ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Δεν άφηναν ευκαιρία για γλέντι οι Γιαννιώτες!..
  Ψάχνοντας τα συρτάρια μου κι ανακατεύοντας τα χαρτιά μου τις σας ήβρα... τι σας ήβρα. Να δείτε σεις οι νέοι και να θυμηθείτε κάποιοι μιας κάποιας ηλικίας...
Τι καλά γλεντούσε ο κοσμάκης στις ονομαστικές εορτές των... αντρών και στα παγκήρια (πανηγύρια) ιδίως τα καλοκαιρινά στη Ντραμπάτοβα και μέσα στις μεγάλες βάρκες (τα καΐκια) τ’ Αη Λιος – Προφήτη Ηλία, του Παντελεήμονος, του Αη Σωτήρας-Σωτήρος.
Δεν άφηναν ευκαιρία να το γλεντήσουν οι Γιαννιώτες μου, οι καψαροί. Απ’ όλες τις γειτονιές – μαχαλάδες – κατφουρνούσαν φορτωμένοι καλάθια και μπακτσιάδες και στρατοπέδευαν πάντα στο Νησί μας... εκκλησιάζονταν... καλότρωγαν το γιόμα κάτω απ’ τα δέντρα... έπαιρναν τον υπνάκο τους κι ας τους πελεκούσαν οι μύγες! Και το δειλνό, αφού έπναν και τον τζιτζβέ τους (καφέ) τα μάζευαν και πήγαιναν στα μεγάλα καγίκια που είχαν αγκαζαρισμένα και καρτερούσαν μπροστά στο μώλο τους... τακτικά κι οργανωμένα, χωρίς παραξηγήσεις... και μας «πέταζαν» απέναντι στη Ντραμπάτοβα... για μια θέση στον Ήλιο –που λέει ο λόγος- κι ας ήταν νύχτα πια.
Εκεί, γένονταν ο σκοτωμός για να χορέσουν καΐκια, βάρκες και βαρκούλες. Κάθε μεγάλο καΐκι είχε και τα δικά του βιολιά... και γλένταγε!.. Γιατί όξω, σε λίγα μέτρα, ήταν ένα καφενεδάκι μονάχα που τις καθημερινές λειτουργούσε για έναν καφέ κι ένα λουκούμι... για τους επισκέπτες που έρχονταν να δουν το κρύο νερό που έρχονταν από τις δυο τσιούγκες!.. Κι οι δυο τσιούγκες είναι οι βουνοκορφές οι ψηλότερες του Μιτσικελιού μας... παρακαλούσαμαν να χιονίσει τον χειμώνα για νάχει νερό η Ντραμπάτοβα, γιατί στις παραλίμνιες γειτονιές δεν πίνονταν το νερό, η δε Οβρεακή μας η φτωχιά, που είχε το χαλέ τους δίπλα στο πηγάδι τους, γιατί όλα τα σπίτια είχαν πηγάδια για περετιό... (λάτρα του σπιτιού) εννοώ για... π’χιύ (πόσιμο) σηκώνονταν πριν χαράξει και πήγαιναν στην... μεσολίμνη με το βαρκάκι και φόρτωναν ό,τι αγγείο είχαν και δεν είχαν... με καθαρό νερό.
Καθαρό, γιατί δεν είχε «χτυπηθεί» ακόμα από κουπιά κι από φτυσίματα βαρκάρηδων! Βεντζίνες και πετρέλαια από πλεούμενα, ακόμα γιοκ!.. Υπήρχε επιχείρηση παρακαλώ, που μας έφερνε βαρέλες από τη Ντραμπάτοβα... με νερό για π’χιύ (πούλεγαν οι Εβραίοι). Τώρα, ο Θεός κι η ψ’χή τς αν ήταν από τη Ντραμπάτοβα!.. Εμάς μας θέριζε η ελονοσία από νερό και κνούπια... Ζέπελιν ήταν τ’ άτιμα. Εμένα με παράπιανε η ελονοσία και με στούπωναν «αντεμπρίν» κι ήμαν σαν Γιαπωνέζα και Κινέζα στα μούτρα και τα τσιούσια μ’ ακόμα ήταν κίτρινα!..
Είχαμαν κουνουπιέρες στα κρεβάτια και το φλιτ έδινε κι έπαιρνε. Δεν ήταν να μπεις σε σπίτια καλοκαίρι καιρό... ζουκουπούσαμαν φλίτια κι οινοπνεύματα... ακόμα και ξερή κοπριά έκαιγαν κάποιοι και παντού είχαμαν κρεμασμένες μυγοπαγίδες.
Θα σας πω κι άλλα, άλλη βολά – πούλεγε ο πάππης μας.
Σας ασπάζομαι...
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.