ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Μας έπιακε βροχή και χωθήκαμε στα «σκεπαστά» της βρύσης!..

Εγέρασα μωρές παιδιά 40 χρόνια κλέφτης!.. Τόσα χρονάκια έχω που σας γράφω και με διαβάζετε...
Έχω όμως ένα κακό.. μάλλον εγωισμός είναι... νομίζω πως θα τα θυμηθώ... αλλά «φουτράν» κι άντε να τα ματαθυμ’θώ... Να τα σημειώνεις μου λένε... Καλά λένε, λέω... και πάλι δεν τα σημειώνω!.. Θα το κάνω όμως, δεν γένεται αλλιώς... Ματαθυμήθηκα την απογευματινή μας επιδρομή με τις αχώριστες ξαδέλφες μου κι όχι πρωτοξαδέλφες, αλλά τρίτες.
Θα φτάναμαν στην Παναγία, στο Σελιό να φάμε κράνια πρώιμα και νοστιμότατα... Απομεσήμερο, ροβολήσαμαν για το Σελιό... Ναι, αλλά έπρεπε να κατεβούμε μια ράχη... να περάσουμε δύο βρύσες, την Πάνω και την Κάτω Τσιούβαλη με το όμορφο και νόστιμο νερό της Κάτω Τσιούβαλης... Να πιούμε μεν νεράκι, αλλά να προσέξουμε μην αφήσουμε ανοιχτή την βρύση και αδειάσει το «καζάνι». (Τρεχούμενα νερά δεν υπάρχουν στο Καπέσοβο, φευ!).
Απ’ λέτε, ως που να φτάκουμε στην Τσιούβαλη μας έπιακε δυο φορές η βροχή και χωθήκαμε στα όμορφα «σκεπαστά τους» τα ειδικά για ν’ ακουμπάν τις φ’τσέλες (βαρέλες)... που φορτώνονταν στην πλάτη!.. Και ζωντανό για φόρτωμα νάχουν θα φορτώνονταν και μια φ’τσέλα παραπανίσια νάχουν να ξοδεύουν για την «πάστρα», το καθάρισμα του σπιτιού...
Αλλού σας πήγαινα και βρέθηκα στις βρύσες του χωριού μου, της μανούλας μου δηλαδή... Λοιπόν, που λέτε από το λάκκο κάτω απ’ τον Άη-Θανάση, κατέβαινε μεγάλος λάκκος που χυνόταν στον Βίκο τον ονομαστό. Εμείς, μόλις σταμάτησε η βροχή, τρέξαμε για το Σέλιο να μάσουμε κράνια. Φτάνοντας στο λάκκο βρίσκουμε να τρέχει από πάνω ένα ποτάμι που γέμιζε μια «οβίρα» (λακκούβα που κρατάει νερό...). Ουρλιάξαμαν από χαρά και ξεβρακωθήκαμαν να κάνουμε μπάνιο! Ναι μεν αλλά... Το νερό που έρχονταν με ορμή από πάνω... πέταζε προς τα έξω το νερό... κι εμείς μείναμε ξεβράκωτες να ουρλιάζουμε... Ένα κερατόπαιδο, μαθητής του γυμνασίου, που βόσκαγε τα μανάρια του, άκουσε που ουρλιάζαμαν κι ήρθε να δει τι πάθαμαν... Χαμένος ήταν να φύγει;
Έκατσε και μας κοίταγε... κι ύστερα μολόγαε «πως μας είδε». Και γίνκαμαν σιουρ... (γιαννιώτ’κο) ρεζίλι δηλαδή... Μπορεί να γίναμαν σιουρ, αλλά για κράνια πήγαμαν και φάγαμαν... και φτιώνταν η μεγαλύτερη από τις ξαδέλφες μου αδελφές... γιατί... αμάρτησε που έφαγε κράνια... που έχουν κόκκινο χρώμα που ήταν το αίμα του Άη-Γιάννη που τον αποκεφάλισαν γιατί τάλεγε χύμα και σταράτα.
Τέτοιον καιρό ήταν που ο πατερούλης μου, με τον Αράμ Καρακάση, τον αχώριστο φίλο του από τα παιδικά τους χρόνια... έραψαν τους καημένους από τα γύρω χωριά που κοιμόταν κάτω απ’ τον μεγάλο πλάτανο (υπάρχει ακόμα;). Κοιμόταν μόνο άντρες έξω, γιατί οι γυναίκες και τα παιδιά κοιμόταν στα λίγα κελιά που ήταν δίπλα στο καμπαναριό του Άη-Γιαννιού... Λοιπόν, ο Αράμ Καρακάσης και ο πατερούλης μου έραψαν με μία μεγάλη σακοράφα και με χοντρό σχοινί τους άνδρες που κοιμόταν γύρω από τον πλάτανο κι όταν έφτασαν εκεί που άρχισαν, έδωσαν ένα τσίμπημα κι έφυγαν τρεχάλα.
Με τη σακοραφιά που έφαγε ο πρώτος ραμμένος πετάχτηκε ουρλιάζοντας και τραβούσε και τους άλλους κοιμωμένους και ραμμένους... που νόμισαν πως ήρθαν οι Τούρκοι κι έβαλαν σφαγή!..
Τούρκικο ήταν τότε και τα ρωμιόπλα πούκαναν το σιακά ήταν δέκα χρονών... ήταν δέκα χρονών ζαβολιάρκα... Κι ευτυχώς που τη σακοραφιά την έφαγε ο πρωτοραμμένος στον κώλο του και δεν τρύπησαν κάνα κεφάλι ευσεβούς προσκυνητού...
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.