ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Παραμύθια θα πείτε στο μαγκάλι γύρω – γύρω;

 Αδέρφια κι αδερφάκια μου τ’ Άη Σπυρίδωνα τις προάλλες. Στην Κορφού μας, λύσσιαζαν και λυσσιάζουν ακόμα και μακάρι να λυσσιάζουν στους αιώνες των αιώνων – αυτό θα πει πως θα υπάρχουν άνθρωποι… γιατί πολύ μας φοβερίζουν πως ο πλανήτης μας δεν έχει πολλά χρόνια ζωής!..
Και τι με νοιάζει εμένα; Σάμπως θα υπάρχω; Κι οι απόγονοί μου και τα σόια μου, σάμπως θα υπάρχουν; Ούι! Δε θέλω φιλοσοφίες…
Λοιπόν, απ’ λέτε ξέρετε ότι έχουμε και στα Γιαννινάκια μας… Άη Σπρύδωνα; Είναι στην Πλατεία Ομήρου, εκεί που αρχίζει η Άρη Βελουχιώτη… Λαϊκό προσκύνημα γένονταν στα Γιάννινα σ’ εκείνο το καλύβι – εκκλησία… των 2Χ2 μέτρων. Δεν χωρούσαν οι παππάδες κι οι ψαλτάδις και το μανουάλι για τα κεριά ήταν στην είσοδο πάνω στο λίγο πεζοδρόμιο!
Παίρνω τηλέφωνα διάφορους και ρωτώ αν βρίσκεται το τάδε παλιό κτίριο στο τάδε σημείο… Θυμάστε τι έπαθα τότε που με πήγε η ανεψιά μου μια γύρα στα Γιάννινά μου και δεν γνώρισα τίποτα γιατί με είχε βγάλει καταμεσήμερο… με καύσωνα και μπαΐλσα… (Αυτή τη στιγμή βλέπω στη μικρή οθόνη να παιανίζουν στην Κορφώ και να διαφημίζουν διάφορα γλυκά!).
Μωρές, καμιά δεν φκιάνει γλυκά τώρα; Τι κάνετε; Μια κρέμα με σιμιγδάλι… μία κομπόστα; Φκιάνετε σχουμαΐδις κι κοκόσιες γιουμάτις; Παραμύθια θα πείτε στο μαγκάλι γύρω-γύρω;
Σας επιτρέπω να με πείτε ζουρλή… Γιατί ζω ακόμα με την φαμίλια μου, χρονιάρες μέρες που έρχονται. Κάποια χρονιά – ποιος θυμάται, πότε ήταν – Χριστούγεννα θάμπωμα, γυρίσαμαν στο σπίτι… από την Πλατεία (αχ αυτή η Πλατεία μας) και κοσιέψαμαν γύρω-γύρω από το μαγκάλι που ήταν σκεπασμένα τα κάρβουνα, με στάχτη… για να μη «χωνέψει».
«Πάισαν κι τα Χστούγιννα» είπε ο μπαμπάς μας… «Κι δε θα ματάχουμι Χστούγγινα;». «Τ’ χρόν’ τέτιουν κιρό πάλι...». «Κι πότι είνι τ’ χρόν;». «Σι δώδικα μήνις».
Και μας αράδιαζε έναν-έναν με τα ονόματά τους τους μήνες… χειμωνιάτικους κι Ανοιξιάτικους και Καλοκαιρνούς και Χνιουπουριάτ’κους και τι γιουρτάσια είχαμαν κάθε εποχή και ποιος γιόρταζε στα σόια μας…
Πες-πες εκείνος, εμείς τ’ αποσταμένα γλαρώναμαν… «Βάλτα να κατρίσουν, μην μας κατρουθούν στου κριββάτ’» προστάζει. «Πάρ’του τσιότσου, βάλτου στη κούνια τ’… άσε τα τσιουμπλέκια άπλυτα για αύριο του πουρνό…κι έλα να κουβιντιάσουμι, τι θελς να σ’ φέρου…
Εκείνος σηκώνονταν χαράματα να πάει στα χάνια… για να δοκιμάσει τα λάδια και τις ελιές που έφερναν οι Τσιάμηδες από την Τσαμουργιά…
Κιαρατόπλα τ’ κιαρατά σε τι εποχή ζιήτε!

email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.