ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Θα φάμε και φέτος, θα πιούμε  και... νηστικοί θα κοιμηθούμε!

Μέρες που έρχονται κι' ο Θεός ας με συγχωρέσει δεν είδα χειρότερα τσόκαρα από τους πολιτικούς μας, να μάχονται για το καλό μας... Ναι μεν αυτή είναι η δουλειά τους αλλά προκοπή γιοκ...
Θα μας δώσουν γρηγορότερα-λέει- τις συντάξεις... θα κάνουμε βέβαια τα δέοντα για μάσες και δώρα τα πενιχρά όπου δει... κι' ύστερα θα μετράμε και τα κόκκινα με τις υποδιαιρέσεις του... να τα πάμε στο καημένο το κράτος μας να βγάλει κι' εκείνο τις υποχρεώσεις του τις πολλαπλές...
Κι' ακούω την φωνή του πατερούλη μας... «φάτε μωρέ χ' σούζκα... Τι κουβάλαγα τόσες μέρες... θα χορτάσουν οι διακοναραίοι... Και θυμάμαι τον καημένο τον διακονιάρη... στην Κατοχή!.. Χριστούγεννα του 42 (πέθαινε ο κοσμάκης στην ιστορική πρωτεύουσα του Έθνους μας... κι' εμείς εδώ την περάσαμαν φίνα με το (είδος μ' είδος!..) Έρχονταν οι χωριάτες μας με τα προϊόντα των χωραφιών τους και τα άλλαζαν με ρούχα μας... που ασφαλώς προπολεμικώς δεν είχαμε ένα ρούχο μονοφόρι... Οι μποσταντζίδες μας ήταν ό,τι περιζήτητοι γαμπροί!.. Πάμε παρακάτω...
Λοιπόν, ο Καραγκιόζης των Ελλήνων σοφά έλεγε... «θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε... θα φάμε την ημέρα, που φέγγει. Μόλις νυχτώσει, δεν επιτρέπεται η μάσα... Είμαι με ενάμιση ποδάρι στο λάκκο και θα κάνω κακό ξημέρωμα... κι' είμαι χρειαζούμενη ακόμα... Τι γρουσούζικα πράγματα σκέφτομαι; θα φάω την μαγειρίτσα από τη συμπεθέρα, την πατροπαράδοτη, που στέλνει κατευθείαν θα φάω και της ανηψιάς (που δεν ξέρει να φάει... την διαίτης... χωρίς σκοτάκια και πλεμόνια... έτσι... για να δω αν θα ψωφήσω πρασοσέλινο πατρογονικό να μη φάω; Τι Χ' στούινα θα ναι αυτά... θυμάμαι νιόπαντροι ήμασταν και το καλό φαί του άρεσε. Την παραμονή δεν μπορούσες να περάσεις από τους μαχαλάδες. Ζοκοπούσαν, από το πρασοσέλινο που έβραζε. Τριών λογιών κρέατα... Χοιρινό, μ' σκαρ και πρόβειο με τζγαρζμένα πράσσα κρομύδια και σκοτοπλέμονα κι ύστερα δύο τρία λεμόνια στιμένα από πάνω. Να πέσεις για λίγο ύπνο το μεσ' μερ, για να χωνέψεις και να βλέπεις πως σεργιανάς με άρμα... στο στερέωμα... κι' άμα ψιλονυχτώσεις... κι' ανοίξεις τα μάτια θα σκούξεις.
«Που είστι μωρεες... ψια γκανταϊφ σιουροπάτο... παπούτς γίνκι του στόμα μ. Το δε κρασί ήταν ανέφρουτο... Κι' έρχονταν έμπιστοι χαμάληδες με το χειράμαξο και ξεφόρτωναν και για βραδινό... η τσιανάκα με το γιαούρτ' στα πέντε (τόσοι ήμασταν). Κι' ύστερα... το καλύτερό μας... παραμύθια!! Αληθινά και ψεύτικα του πατερούλη μας.
Την Δευτέρα των Χριστουγέννων... επισκέψεις στα σόϊα. Πάειναμαν στον πάππη και την κιαραμάνα... «Τι μ' τα φιρεις... θα μ' συμόσου κακά μποχούρια... και δεν μας έστελνε η μαμά... «Δε σάφκει η Ζαγάρω να μ' τα φέρς; Και μας ξανάστελνε η μαμά...
Κι του χρόν' Κυρές...

email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.