ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Το πυρ είναι η κατάρα της όμορφης χώρας μας!..

■  Ώστε έτσι; Θα βγουν πολλά άπλυτα παραδοδουλειών… στο μούτσιο! (έτσι έλεγαν εδώ…). Να το δούμε και να μην το πιστέψουμε!.. Ήμαν νια και γέρασα ακούγοντας και διαβάζοντας για: δικαιοσύνη… πόθεν έσχες… κάτω οι κλέφτες και τόσα και τόσα ενθουσιαστικά για τον μπανταλολαουτζίκο που ανεβάζει και κατεβάζει Κυβερνήσεις… που γίνονται ύστερα αντιπολιτεύσεις… και ξεχνάν τον βίο τους και την πολιτεία τους… και βγάζουν πύρινους λόγους για: εντιμότητα, δικαιοσύνη, διάφορες πατάξεις… και φτου απ’ την αρχή πάλι!..
Σας καταλαβαίνουμε φίλοι μας… συγγενείς μας… συνάδελφοι… συμπολεμιστές πολλάξις και γείτονες ακόμα… και συμμαθητές και βάλτε… Αμάν όμως, δεν βαρεθήκαταν μωρές παιδιά γραμμένα να παίρνετε αυτό το ύφος του Δον Κιχώτη και να πολεμάτε ανεμόμυλους… κι εμείς να κάνουμε πως σας πιστεύουμε και να σβαρνιόμαστε σε διάφορες ομιλίες πύρινες!..  Ανάφερα το ξορκισμένο το πυρ; Είναι η μάστιγα, η κατάρα της όμορφης χώρας μας… Το καλοκαίρι με τα παραπανίσια μποφόρ. Είναι κάτι το τρομερό να το ζήσεις φίλοι μου,  και το ‘ζησα και σώθηκε η γειτονιά μας… από ένα καφέ που έπια…Ήταν καλοκαίρι στις αρχές τούτου του αιώνα. Τουμαζόμουν να κατεβώ στην αγορά, έτοιμη ντυμένη… Καθόμουν τότε στο Τσιφλικόπουλο, στη Ρίζα του βουνού πάνω απ’ την παιδική χαρά που έπαιζαν εκείνη την ώρα παιδάκια… με σπίρτα!.. Από το σπίτι των παιδιών μου ανέβηκε η κοπέλα που τους βοηθούσε, να με δει κι έκανα τον καφούλη και θα ‘φευγα ύστερα!.. Εκεί που μιλούσαμαν στη βεράντα... φάνηκε καπνός στο μέρος της παιδικής χαράς… «Τι καίγεται εκεί;» ρωτά η Βαγγελιώ… «Καιγόμαστε Βαγγελιώ…» λέω, κι ορμάω στο τηλέφωνο… Παίρνω το 100… κλείστε μου λεν… και ξαναπάρτε (για έλεγχο…). Μωρ’ κοσιέψτε, λέω, στην Τσιφλικοπούλου στην παιδική χαρά ξεκίνησε… Με πίστεψαν και σε λίγο ήρθαν κι έρχονταν κι έρχονταν διάφορα αυτοκίνητα… κι η φωτιά είχε σκαρφαλώσει ως την κορυφή του βουνού… κι έκαιγε πεύκα και χορτάρια… και έκανε και στροφές… και μπήκε και στις πίσω αυλές των σπιτιών… κι άρπαξαν οι βυσσινιές κι οι καρυδιές κι οι κουμπλιές… και γάβγιζαν όλα τα σκυλιά μας μαζί… σαν ήρθε και Καναντέρ παρακαλώ… κι άδειαζε την κοιλιά του πάνω στο αμπέλι και τις μυγδαλιές που είχαν πάρει κι αυτές φωτιά!.. Και θυμήθηκα να πάρω και τον νοικοκύρη μου, εκεί στην πλατεία Ομήρου… και με συμβούλεψε… να ρίξω με το λάστιχο!!! Κι ύστερα είπε… μωρ’ δεν πάω μια στιγμή να δω τι λέει ετούτη; Κι η Βαγγελιώ… έβρεχε με το λάστιχο τον τοίχο της αυλής για να μη πηδήσει η φωτιά μέσα… κι έλεγε συνεχώς… «ου, ου, μουρ’ κυρά Κούλα, τι θα παθαίναμαν…». Κι ως αργά το απόγευμα, εκείνα τα παιδιά τα εθελοντικά, κατάβρεχαν τα καμένα πεύκα και χορτάρια… Σαν κοιτάζαμαν μετά τον καμένο τόπο, μας σφιγγόταν η ψυχή… Τώρα, εκεί κάτω, στον όμορφο τόπο μας, που έγινε τέτοια καταστροφή και τόσες ζημιές… πώς το νταγιαντά εκείνος ο κοσμάκης; Πού θα ξαναβρεί το βιο του; Με τι κουράγιο να… ξαναφτιάξει; Τα ζωντανά του θα ξαναζωντανέψουν; Τα καημένα ζωντανά!.. Το φανταζόμαστε; Να καίγονται μαντρωμένα και να μην μπορούν να τα σώσουν; Η καταστροφή που θα ‘γινε σε φωλιές ζώων του δάσους και πουλιών; Είναι καταστροφή της φύσης, με τη φύση είμαστε δεμένοι κι όχι μόνο με τα κτίρια τα μεγαθήρια… πού πήγαν να κουρνιάσουν τα πετούμενα που ζούσαν και κοντά στον άνθρωπο και μέσα στο πράσινο; Πώς θα ματαγίνουν τα σπίτια και τα νοικοκυριά σε τόσες και τόσες μεριές της όμορφης πατρίδας που δεν καταλαβαίνουμε μάλλον… πόσο αξίζει.
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.