ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Τότε ήταν που θέλαμαν  να φάμε και ξέμακρα!..

■  Συνέχεια εκ του προηγουμένου…(έτσι δεν έγραφαν;). Λοιπόν, παιδάκια μου, αυτές οι παχιές αγελάδες εδώ στον τόπο μας, μούγκριζαν απ’ το φαΐ. Σε γειτονικές μας χώρες ο κοσμάκης είχε βγάλει δίσκο για ελεημοσύνη. Έτσι είναι αυτά, που έλεγε και η Μαρία Ιορδανίδου, στη «Λωξάντρα» της. Τότε που σας λέω, ο Έλληνας έβγαλε όλα τα γινάτια του για όσα πέρασε σ’ εκείνη την «Κατοχή», σ’ εκείνον τον «εμφύλιο», μ’ εκείνη την ΟΥΝΡΑ, μ’ εκείνα τα δελτία διανομών και τα δέματα των καλών συγγενών εξ ΗΠΑ. Κι έπεσε μια αρχοντιά στην πιάτσα κι άνοιξαν τα σκόρδα κι όσων δεν ήταν από τζιάκι που, προπολεμικώς υπολογίζονταν πολύ, προπολεμικώς είχε πέραση ακόμα η σειρά. «Δεν είναι της σειράς μας...» έλεγαν οι λογικοί και δεν ξεβρακώνονταν χωρίς να’χουν αντίκρισμα. Τώρα, γένουνται κάτι γάμοι ξενίσαφοι. «Ουι, που την πήρι ου τάδι ικίν τ’ γκόριν..αυτή δεν ξέρ’ να πιρπατίσ’, τς φεύγουν τα παπούτσια απ’ τα πουδάρια..». Σιγά τα ωά. Ο πατήρ ή αδελφός της γκόρης μέτρησε χρυσάς ικανόν αριθμόν…ωρέ μπανταλέ! Ή άκουγες.. «μωρέ, μάθαταν ποιόν πήρε η Ρείνα; Αυτός δεν ήταν ξεβράκωτος;». Σιγά τα ωά και πάλι.. Αυτός μάνα χρημάτισε μαυραγορίτης με το συμπάθιο και συγγνώμη… Τέτοια θα κοιτάμε τώρα; Ο κόσμος άλλαξε, άλλαξαν οι καιροί. Η ανοικοδόμηση ήταν σ’ όλων μας τα στόματα. Δεν απόμεινε  μπαχτσές χαριτωμένος και χαλές υπαίθριος στους απάνω μαχαλάδες. Όταν αποχτήσαμε ρόδα, θέλαμαν και μια βόλτα ως απάνω απ’ τη Ντραμπάτοβα, απολαμβάναμαν την εικόνα της πόλης μας και την Λίμνη μας (από τις πρώτες απολαύσεις της ανόδου του βιοτικού επιπέδου βλέπετε!). Και που λέτε, τα Γιαννινάκια μας φάνταζαν ακόμα μέσα στο πράσινο! Και κάποτε λέω «Μωρ’ δεν είναι ίδια τα Γιάννινα από δω ψλα.. πώς άλλαξαν;». Και μου λέει ο καλός μας φίλος ο Γιάννης ο Μπαμπασίκας (τον θυμάστε;) «Μπανταλή είσι ουρή Κούλα; Πού απόμνε μπαχτσές από το Αγροτικό ως τον Ακραίο;». Καλά έλεγες, Γιάννη μας παλιέ Γιαννιώτη με την γκβέντα την χορταστική. Τότε ήταν παιδάκια μου, που θέλαμαν να φάμε και ξέμακρα από το χωριουδάκι μας και κοσιεύαμαν σε διάφορες κοινότητες του Νομού μας ή και άλλων Νομών ακόμα, γιατί στο τάδε χωριό έχουν γάστρα για μόστρα. Ή στην τάδε κοινότητα κάνουν γίδα βραστή, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει! Και φτάναμαν οι Έλληνες της ανόδου που θέλς. Θέλς στο Τέροβο, θέλς στ’ Ζίτσα, θέλς στο Μέτσοβο, θέλς ακόμα και στο Στρούνι εδώγια απ’ έξω. Κι έλεγε πάλι ο παλιογιαννιώτης, ο Γιάννης ο Μπαμπασίκας «ωρές ζουρλαθήκαμαν; Πότε μωρές τρώγαμαν από ντατσκαναραίους ιμείς οι Γιαννιώτις, που πάμι να φάμι;». Αλαφρύ το χωματάκι σ, Γιάννη μας. Πάντως, ότ’ κι αν έλεγε ο Γιάννης, η παρέα έφτανε στο Μπιστουνόπλο να φάμε, στου Ντάφη και να πιούμε κοτοζωμό. Κάναμαν και βραδινά ζγιαφέτια στα σπίτια μας, με την αράδα. Και σε μια δική μου αράδα, νύχτα καλοκαιρινή, τους έφκιακα καραβίδες σκορδαλιά, που έβγαινε το σκόρδο κι από τα αυτιά τους! Δεν μπορούσαν να οδηγήσουν.. κοιμώνταν ορθοί! Φορτώθηκαν σε παϊτόνια να γυρίσουν στις εστίες τους. Με φαγοπότι άρχισε η άνοδος του βιοτικού μας επιπέδου. Το χω σκοπό να συνεχίσω να σας μολογάω για τις παχιές αγελάδες. Έχουν πλάκα. Θέλετε;
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.