ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Tο Μέτσοβο ήταν αλλιώτικο από τούτο που ξέρουμε!..

■  Μου λένε πως... απ’ τα Γιάννινα ως τη Σαλονίκη, κάνουν τρεις ώρες! Μου λένε πως... οι γαλαρίες είναι δεκάδες! (Τώρα, γιατί τις λένε γαλαρίες δεν το καταλαβαίνω. Γαλαρίες λέγαμαν στα θέατρα και τους κινηματογράφους, εκείνη την ταράτσα πίσω κι απάνω... και πλήρωναν λιγότερο...). Μια γαλαρία περνάω εγώ... και με τρομοκρατεί... εκείνη, από το αεροδρόμιό μας ως τη διασταύρωση με την καινούργια λεωφόρο προς Πεδινή... Με τρομοκρατεί, γιατί νομίζω πως εκεί θα μας επιτεθούν οι κλέφτες των παραμυθιών του πατερούλη μας - άγια τα χωματάκια τ’... Λοιπόν, παιδιά, αλήθεια κάνετε τρεις ώρες για την Σαλονίκη... και περνάτε δεκάδες... γαλαρίες; Και τι βλέπετε ωρές; Είστε ζωντανοί άνθρωποι τώρα; Δεν βλέπετε εκείνο το ταξίδι στον όμορφο τόπο μας; Τα δάση μας, τα χωριά μας, τα βουνά μας, τα ποτάμια μας, τα κοπάδια μας, τα φαγάδικά μας... τις μούντζες που τίναζαν οι Έλληνες σαν προσπερνούσαν οδηγούς ατζιαμήδες... δεν τις απολαμβάνετε πια; Κρίμα σας... Για να καταλάβετε καλά... τι θα πει ταξίδι, ας σας συνεχίσω εκείνο... στις 10-8-1945!.. Σας έλεγα πως σαν ανεβήκαμε στην καρότσα του ματρακά... οι πιο έξυπνοι έπιασαν τους τενεκέδες και τα τσιουβάλια... κι έκατσαν!.. Οι τενεκέδες - ύστερα καταλάβαμαν - είχαν τυρί φέτα και τα τσιουβάλια... μαλλί και φασόλια! Πότε πρόλαβαν οι μαυραγορίτες κι έκαναν κι αγορές; Κάτσαμαν, απ’ λέτε όπου ήβραμαν. Πάνω στα δικά μας πράματα! Σε μια καψαρή βαλίτσα και σ’ ένα κιβώτιο πούχε η κυραμάνα τραχανάδες και φασούλια, για το γιο της... Η καψαρή, η κυραμάνα έκατσε καταγής στην παλιοκαρότσα... αυτή... που δεν της κάθονταν τρίχα απάνω της! Μεντέτ-Μεντέτ... Αρχίσαμαν να κάνουμε σταυρούς σαν άρχισε να ροβολάει τον κατήφορο της Αβέρωφ, ο ματρακάς. Ο Φώντας ο Πανέτος, μας κοιτούσε, σαν να αποχαιρετούσε... μελλοθάνατους! Διαβήκαμαν την Ανεξαρτησίας και βήκαμαν όξω από τα Γιάννινα! Τότε, εγώ, σήκωσα το κορμί μου! Ήμουν χουμπωμένη... να μην φαίνομαι!
Ήταν, ό,τι χειρότερο, ονειρευόμουν! Ήταν να βγάλω μούτρα ύστερα; Πού πήγαινα με κείνον τον ματρακά; Εμένα, οι δ’κοί μ’, πήγαιναν κι έρχονταν στην Αθήνα με το Γιούγκερς (προπολεμικώς βέβαια!). Μπορεί να περπάτησα στο Ζαγόρι... με μπρασιούκια... εκείνα τα υπέροχα τραγομαλλίσια τερλίκια... αλλά, τότε, ήταν αλλ’ υπόθεση!.. Τώρα, είχα ματαβρεί τον εαυτό μου. Κάτσε, καλύτερα, Κούλα... μη σε δει κανένας γνωστός και το μολογάει. Κάτσε χουμπωμέν’... Πήραμαν το δρόμο του Μετσόβου γκρα-γκαρα.. γκρούγκαρα, όλο γκούβα και κακό. Δέκα ήταν η ώρα που ξεκινήσαμαν. Στις δώδεκα κατφουρνούσαμαν για την Μπαλντούμα! Καλά δεν ήταν; Αυτή είναι η ονομαστή του τώρα - Μπαλντούμα; του τότε να βλέπαταν! Λίγες ξυλένιες μπαράγκες κι η γέφυρα... στρατιωτική! Την παλιά - έλεγαν - την έπαιρνε συχνά-πυκνά το ποτάμι και κόβονταν... η συγκοινωνία.
Πήραμαν το δρόμο του Μετσόβου. Ένα Μέτσοβο αλλιώτικο από τούτο που ξέρουμε... Ούτε κόκκινο κεραμίδι, ούτε ίχνος Μετσοβίτη... Οι σκεπές ήταν άσπρη πλάκα ή τσίγκος σκουριασμένος στα ταπεινότερα σπίτια... Κι αν δεν ήταν τότε ταπεινοί και καταφρονεμένοι - οι πιο πολλοί - και να κάνουν μετάνοιες στον κυρ Βαγγέλη που τους έκανε γνωστούς ανά την υφήλιο! Η αλήθεια να λέγεται. Πήραμαν τις ανεφόρες θαυμάζοντας τον τόπο. Στον κάμπο του Δεσπότη ήταν ζωή... Ζώα, ξύλα, φορτηγά, έδειχναν πως οι άνθρωποι ξανάβρισκαν το δρόμο τους ύστερα από τη ρουφιάνα την Κατοχή. Εκείνα τα χωριά, στο κατέβασμα προς την Καλαμπάκα, ήταν σκέτη νίλα. Τσίγκος και Άγιος ο Θεός. Και κείνο το Ορθοβούνι δεν είχε τελειωμό, να κατεβαίνει καγκέλια-καγκέλια, ως που να φτάσει στο ποτάμι κάτω. Από κει πήγαινε τότε ο δρόμος, παράλληλα μ’ έναν παραπόταμο του Πηνειού. Σ’ όλον τον δρόμο βρήσκαμαν κομμάτια με λίγη άσφαλτο αφάγωτη. Χαρά εμείς! Πατούσαμαν άσφαλτο! Από πότε ήταν η άσφαλτος εκεί; Ίσως από τότε που έγινε ο δρόμος... επί Μεταξά! Τόση κατοχή που πέρασε, ποιος ματασυντήρησε δρόμο! Γκράγκαρα-γκρούγκαρα και γουρ-γουρ, νυχτώσαμαν στο Ορθοβούνι. Σ’ όλη τη διαδρομή οι τρεις καμπαλέρος που κάθονταν μπροστά μπαινόβγαιναν σε κάθε χωριό που βρήσκαμαν και ρώταγαν τι παραγωγή είχαν! Σε κάποιο χωριό αγόρασαν ένα χαριτωμένο κατσικάκι. (Έτσι δεν κάνουν όλοι οι Αθηναίοι;). «Αχ, ένα κατσικάκι... πάρτο να το κάνουμε με πατατάκια καλέ...».
(Συνεχίζεται)
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.