ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Το κρασοπλιό του κουμπάρου στο Κουρμανιό είχε πελατεία!..

■  Καλημέρα. Φίλοι μου, αναφέρθηκα στα μπουντρούμια της Σήραγγας του Κάστρου μας, κι έχω και συνέχεια... προπολεμική...
Είχαμαν έναν κουμπάρο με τρεις τσιούπρις... Την μικρότερη είχε βαφτίσει ο μπαμπάς μας... (και σε παρένθεση να σας πω και κάτι σα μυστικό... ο πατέρας τους και κουμπάρος μας... δεν είχε καμία εκτίμησης στς αγναίκις... στις γυναίκις δηλαδή...). Έλεγε στον πατέρα μας «χαλασιά σ’ κι φουρτούνας... σ’ έβαλι στου βρακί τς... πούνι η κόσα τς κι του φακιόλι τς; Γίνκις κι συ για φτύσμου...». Του έλεγε ο πατερούλης μας πως... τώρα έχουμε Ελληνικό και δεν μπουλώνονται οι αγνέκις... Τίποτα ο κουμπάρος ο μπακαλιάρος... Μπακαλιάρο τον έβγαλα εγώ, γιατί ήταν στεγνός πρώτα στο μυλό, ύστερα στο μούτρο... δεν υπήρχε μάγουλο, ήταν κολλημένο στα κόκκαλα των δοντιών του κι η μύτη σουβλερή... έτρεμε από την κακία της, κι αυτή όταν άρχιζε να βρίζει για τα πάντα που τ’ άλλαξαν οι... άλλοι και θα πάμε στο γκρεμό.
Ούτε δώδεκα χρονών δεν ήμαν τότες... κι εκείνος έτρωγε τον πατέρα μου να μου βάλει μακρύ φ’στάν και χοντρά τσιουρέπια!.. «Πάεισαν αυτά π’ ξέραμαν κουμπάρε, τώρα θα μας πιργιλάσουν αν ντ’θούμι παλιουκαιρίσια... «Βγάλτι του λιμό σας κι του σβέρκλου σας...» απαντούσε εκείνος κι έτρεμε το τσιαγούλι του...
Η μαύρη η σύζυγός του στόμα είχε και μιλιά δεν είχε (εγώ δεν της είχα ακούσει ποτέ τη φωνή της... όλο ψιθυριστά έκρενε ή με νοήματα...). Είχε στο κεφάλι δεμένο σφιχτά το μαύρο μαντήλι, δεμένο πίσω απ’ τ’ αυτιά της τα τεράστια... σαν κουτάλες για ελιές! Στα ποδάρια, μονίμως πατίκια τσαγκαρίσια – χωρίς φτέρνα και φ’στάν ως τα κότσια και ποδιά αιωνίως ζωσμένη – μην την είχε και στον ύπνο λέω γω...
Στο Κάστρο κάθονταν και το μαγαζόπλο το κρασοπλιό εκεί στο Κουρμανιό προς του Ναούμ το κρασοπλιό... Είχε πελατεία όμως ο κουμπάρος μας... Το κρασί του ήταν το κάτι άλλο... Σαμπάνια, σας λέω! Και παστρικά όλα εκεί μέσα... Ας ήταν καλά η μεσιά θυγατέρα τ’ η Λίτσα. Όμοιαζε τον πατερλιά τς... στεγνοκόραδο και μαυροτσούκαλο και κακόψυχο σαν τον τάτα της (πατέρα).
Καλά... αυτή όμοιαζε τον πατέρα της... οι άλλες δύο από πού είχαν πάρει; (ομοιάσει...). Η μεν μεγάλη – δεκαεφτά χρονών τότε, ήταν κούκλα... κι ας φόραγε γυαλιά... ίσια-ίσια της «πήγαιναν».
Κι οι τρεις ήταν ψηλές, αλλά η μεγάλη ήταν ψηλότερη και γελασούμενη – ξεκαρδίζονταν στα γέλια... αλλά χωρίς νάναι και μπαντάλω... Η δε τσιότση τους τι ήταν τότε; Μαξουμάκι ήταν, στην Τετάρτη Δημοτικού, κι εγώ στην Έκτη...
Πράγμα παράξενο, με την μεγάλη είχα τα πιο πολλά... Ίσως γιατί μάθαινε τερζίνα (μοδίστρα) σε γνωστή καλή μοδίστρα... κι εγώ είχα επιχειρήσει στα εννιά μου χρόνια... να ράψω φόρεμα στη χρονιάρα τσιότση μας... «φρασταρ γιάζοντας (κόβοντας... Καπεσοβίτκο αυτό...) ένα δικό μου... Κι έφαγα γερό μπερντάχι!..
Συνεχίζεται

email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.