ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Ζιούμε μέσα στη σκόνη που εμείς την κάναμαν!..

• Γεια σας φίλοι μου. Σήμερα δεν έχω σιακάδες να σας γράψω. Σήμερα θα γίνω κακιά με κάποιους που μας τρομοκρατούν. Μ’ εκείνους που έβαλαν στο στόμα του κοσμάκη το τροπάριο πως... «μας ρίχνουν μια σκόνη, να πεθάνουμε!..».
Μωρές, είναι ανάγκη να μας ρίξουν σκόνη για να πεθάνουμε; Ξέρετε κάποιους που δεν πέθαναν; Μόνον οι θεοί του Ολύμπου ήταν αθάνατοι. Κι είναι ανάγκη να μας ρίξουν κάποιοι κακοί μια σκόνη; Μέσα στη σκόνη που εμείς την κάναμαν, ζιούμε, φίλοι μου καλοί. Δεν σας κάνω την διανοούμενη... έτσι; Σκεφτήτε τι «τοζ» (σκόνη θα πει) σηκώνουμε εμείς οι ίδιοι με τις δραστηριότητές μας τις πολιτισμένες!.. Από τις εξατμίσεις των εκατομμυρίων τροχοφόρων βγαίνει θάνατος που τον αναπνέουμε και λέμε κι ευχαριστώ! Λέμε... «θα βγω μια βόλτα να πάρω λίγο αέρα!..». Είμαστε στα καλά μας; Δούλευαν τα καλοριφέρ (τότε που είχαμαν παχιές αγελάδες ακόμα...) και καμαρώναμαν εμείς. Πού πήγαινε; Όξω από τη στρατόσφαιρα δεν μπορούσε να πάει και ράντιζε τα πάντα σαν ματακατέβαινε θανατηφόρο!.. Μια Πρωτομαγιά στρατοπεδέψαμαν όξω από ένα αγρόκτημα που ένας εργάτης έκανε την δουλειά του μέσα από το φράχτη. Είπαμαν ευχές για την χρονιάρα μέρα... και παρακολουθούσα με θαυμασμό τα επιτεύγματα της καλλιέργειας... Κρέμονταν οι καψαρές οι πράσινες μεγάλες ντομάτες (που ήθελαν καναδυο μήνες... να κοκκινίσουν...) και πήγαινε ο εργατάκος ο μεροκαματιάρης –μ’ ένα δοχείο με χερούλι... και τόβαζε κάτω από το τσαμπί τις ντομάτες... και κατακοκκίνιζαν λαχταριστές – λαχταριστές! Λοιπόν; Ήταν ανάγκη να μας ψεκάσουν εξωγήινοι; Θυμάστε κάποτε το... Τσέρνομπιλ; Τι κουσιή έβαλε ο κοσμάκης να μαζέψει φαγουλάτα... πριν λείψουν από την αγορά! Είχε παραφρονήσει ο κοσμάκης κι αγόραζε, αγόραζε κι έκαναν χρυσές δουλειές τα είδη διατροφής! Ένας συγγενής μου, έμπαινε-έβγαινε και κουβαλούσε... πακέτα τεράστια από σπίρτα! Κι εγώ πήρα ένα μικρό πακέτο φρουί-ζελέ! Αυτό δε λέγεται ομαδική παραφροσύνη; Ο κουμπάρος μου (όνομα και μη χωριό), κουβαλούσε κάθε μέρα τρόφιμα... κι ύστερα τα πέταξαν γιατί... είχαν λήξει λέει! Κέρατα του κιαρατά! Να σας είχα στην Κατοχή μας... το ’42 ήταν... που κονόμησε ο πατερούλης μας ένα τσιουβαλάκι σιτάρι (δίνοντας χρυσό...) και τόφερε όλο χαρά... και πήρα να στουμπανίσω λίγο στην πέτρινη τη τζιούμα... κι αναδεύονταν κάτι θρεμμένα άσπρα σκουλήκια! Κοπελίτσα ήμουν, αλλά αυτή τη δουλειά την έδωσαν σε μένα... που είχα καλύτερα – τάχα – μάτια! Τόπλυνα. Τα (κατσ’κάρια) έκατσαν στο πάτο και πάνω έμεινε το σκουληκοφαγωμένο κούφιο σιτάρι και τα καλοθρεμένα σκουλήκια!.. Τα καθάριζα στο ταψί ένα-ένα σκουλήκι και σιτάρι. Κι ύστερα κοπάνισα το παλιοσίταρο και ζυμώσαμαν ψωμάκι. Με πιάνουν τα δαιμόνια τώρα, σαν ακούω πως: είναι ληγμένο τούτο ή εκείνο... πέτα το... μη το δίνεις στο σκυλί ή τη γάτα ή την κότα... μη πάθουν τίποτα... Μωρές... τέτοια θα λέμε ακόμα κάποιοι; Ξέρετε μωρές για κάποιους ανθρώπους που ψάχνουν τα σκουπίδια να βρουν να φαν;
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.