ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Οι Καπεσοβίτες ήταν δεμένοι με τα «Τακούτσια» από το Τσερβάρι!..

• Γειά σας παιδιά μου. Πώς διάβηκε τούτ’ η βρομάδα σας… Τι ρωτώ τώρα; Κάποτε οι μεγάλοι ρωτούσαν… «Τι χαμπάρια;». Πάει κι αυτό νομίζω…
Εμένα, με πιάνουν τα γέλια σαν με ρωτούν οι δικοί μου… «τι νέα… πες μας». Μωρές γαϊδούρες -τους λέω- από μένα περιμένετε χαμπάρια που είμαι μήνες και μήνες έγκλειστη… Εσείς κυκλοφορείτε -να σας φτύσω να μη σας ματιάξω μάνα μ’- και μ’ απαντούν οι γαϊδούρες (γιαννιώτικο χαϊδευτικό είναι αυτό κι όχι βρισιά…) πως εμένα με παίρνουν τηλέφωνο τόσοι φίλοι και γνωστοί και συγγενείς… Σα νάχουν δίκιο… οι γαϊδούρες μου!
Θα σας μολογήσω για έναν παραδοσιακό γάμο που έκανε η πρωτοξαδέρφη μου το… 1938 στο Καπέσοβο… Λίαν παραδοσιακό… σπιτίσιο… κι όχι πανηγύρι στο μεσοχώρι στον Πλάτανο… (Θα σας πω και κάτι που πολύ με στενοχωρεί…) Απόμεινα η μόνη που έζησε εκείνον τον γάμο… αλλά άρχισε και μια μικρότερη τρία χρόνια ξαδέρφη μου που ήταν παρούσα… να λέει… «κους… δεν τουν θ’μνιέμι ντιπ…».
Σταματάτε με γιατί θα ξεφύγω πάλι… και δεν ζιει κι ο φιλόλογός μας ο Παπακώστας απ’ την Πράμαντα να πει… «στο θέμα μας… στο θέμα μας!..».
Οι Καπεσοβίτες ήταν δεμένοι με τα ξακουστά «Τακούτσια» από το Τσερβάρι… Τους αδελφούς Καψάλη, τέκνα του Τάκη Καψάλη… κι έγιναν τα παιδιά του… τα «Τακούτσια»! Κι ήταν αυτά: ο Σπύρος ο ψηλός με το λαγούτο… ο Κώτσιος ο κουτσός με το βιολί, ο Φίλιππας με το κλαρίνο… ο Ζιούλης με το ντέφι… κι ένας κάποιος άλλος που δεν τον θυμάμαι τώρα…
Στα δεκατέσσερα χρονάκια μου ήμαν τότε… Καλεσμένοι από τον μεγάλο μου ξάδερφο… που πάντρευε την αδερφή του, ήταν οι Γκουραίοι, που ήρθαν με τα σφαχτά τους και τα ψωμιά τους και τα κρασιά τους και τα γλυκά τους… φορτωμένα στα ζώα… Αυτοκίνητο γιοκ ακόμα σε κείνα τα μέρη.
Ήταν ένα τεράστιο μακρύ τραπέζι κάτω απ’ την περγολιά, φορτωμένο με κρεάσια και πίτες και τυριά και τα καλά του Θεού όλα και τρωγόπιναν τρεις μέρες ακούγοντας τα Τακούτσια… να «βαράν», να τραγουδάν… και να τρων’…
Πάνω στην κρεβάτα που τα παράθυρά της κοίταζαν στον οβορό… είμασταν κρυμμένες οι μικρές κοπέλες και κοιτάζαμαν… Δεν χρειάζονταν να βοηθήσουμε σε τίποτα. Αυτή τη δουλειά την έκαναν «βλάμηδες» που χόρευαν, έπιναν… κι εξυπηρετούσαν με την καρώ ασπροκόκκινη ποδιά.
Όπως ήταν φυσικό, μπαινόβγαιναν όλοι στη «χρεία» που λεν τον καμπινέ στο χωριό μας… Ένας από τους βλάμηδες ήταν κι ο πατέρας του Θουκυδίδη του Παπαγεωργίου… ο ευγενικός Παντελής… που τότε ήταν κι εκείνος ερωτευμένος με την Έλλη του… και φαίνεται δεν ήθελε να τον βλέπουν να μπαινοβγαίνει στη «χρεία»… κι έβγαινε στο σοκάκι… και πήγαινε λίγο πιο κάτω, έστριβε το σπίτι… κι εκεί ήταν ένα αδιέξοδο στενό δρομάκι με μια κλεισμένη πόρτα ενός ερειπωμένου σπιτιού…
Χάθηκε ο Παντελής… χάθηκε ο Παντελής… δεν είναι πουθενά… ούτε μέσα στα στρώματα του οντά, ούτε στους καναπέδες της κρεβάτας, ούτε στο απάνω πάτωμα που παραμονεύαμαν εμείς οι κοπελίτσες…
Ζαλοβροντίστηκαν όλοι… Νόμισαν πως πήγε ως το σπίτι του… Πήγαν, δεν τον βρήκαν, τρελάθηκαν κι οι δικοί του…
Κάποιος, εν τέλει, πήγε και προς το αδιέξοδο εκεί δίπλα μας… Ο καλός μας ο Παντελής… κοιμώταν εκεί που πήγε να κατουρήσει… Τέτοιο μεθύσι είχε…
Θα συνεχίσω με τα «Τακούτσια», δεν τελείωσε έτσι αυτός ο γάμος…
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.