ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Ποιος θα πείραζε τους Ιταλούς αφού είχαν μαζί τους Έλληνες;
•  Πού θα σας πάω… πού θα σας πάω, εγώ εσάς… Θέλω να πιστεύω πως υπάρχουν κι άλλοι… μόλικοί μου (συνομήλικοι) που θα θυμούνται την καψαρή την… Κοριέρα!..
Τι ήταν αυτή; Ήταν η φάλαγγα που πήγαινε γι’ ανεφοδιασμό των Ιταλικών στρατευμάτων κατοχής στην Αθήνα, τον χειμώνα του ’41 προς ’42… Τότε που έπεσαν και τα χιόνια… κι η πείνα κι αφάνισαν τις 300.000 νεκρούς που σας ματάειπα.
Εδώ, τον τόπο μας τον έλεγαν… Καναδά τότε, οι Αθηναίοι οι καψαροί… Είχαμαν το λίγο μας το ψωμάκι να βάλουμε στο στόμα μας. Πήγαιναν στα χωριά μας ο κοσμάκης της πόλης… και πούλαγαν τα ρούχα τους… Όλο και με κάτι γύριζαν στο σπίτι τους…
Δε μολογιούνται βέβαια τα πάθεια μας, αλλά… δεν θυμάμαι νάχαμε νεκρούς από πείνα. Στην Αθήνα, σχεδόν όλοι είχαμαν συγγενείς που λιμοκτονούσαν… έπρεπε να βρούμε τρόπο να τους στείλουμε μια χαψιά.
Δρόμοι υπήρχαν… κινητή μπενζινούλα δεν υπήρχε. Κι έξυπνοι οι Ιταλοί (που είχαμαν εδώ αφεντικά)… δέχονταν να μεταφέρουν Έλληνες με τα φορτηγά τους… από καλή τους καρδιά!..
Ποιος θα τους πείραζε στα όρη, στα ψηλά βουνά… τα Βαρδούσια… αφού είχαν μαζί τους Έλληνες που πήγαιναν να δουν τους δικούς τους που ψωφολογούσαν από πείνα κι αρρώστια…
Έλα όμως που οι Έλληνες πήγαιναν για μαύρη αγορά… που των ανταρτών ήταν το κόκκινο πανί…
Μεταξύ των διαφόρων αντάρτικων δεν ήταν τέτοιο μίσος όσο ήταν για την μαύρη αγορά… Και μαθαίναμαν για διαφόρους μαυραγορίτες πως… τον έφαγαν λάχανο τον τάδε ή πήγε καπούτ ο δείνα…
Μια μακρινή εξ αγχιστείας θείτσα μου -πολύ τρελάρα και πολύ τσίλικια- πήρε και το εννιάχρονο μαμόθρεφτό της… για καλύτερο καμουφλάζ… Έκλεισαν στην Κοριέρα (καρότσα στρατιωτικού με μπάγκους για καθίσματα), φόρτωσε η θείτσα τα σέα τους και πήγαιναν να βρουν το θείο που ήταν υπάλληλος εδώ… κι εκεί δούλευε σε εφημερίδα…
Κάπου εκεί στα απάτητα βουνά της Στερεάς μας – στα βραχώδη όρη μας… τους σταμάτησαν παληκάρια μας…
«Πού πάτε παληκάρια της ούνας φάτσας και ούνας ράτσας;» είπαν στους φρατέλους… «Πάμε για να εφοδιάσουμε την αγορά της πόλης μας… για τις διανομές…». «Εσείς από πού θα φάτε; Φέρνετε από την Ιταλία;». «Νομίζουμε νον σενιόρ κομαντάντε…» είπαν τα φρατέλια. Ο σενιόρ κομαντάντε με τα γένια (μπορεί να ήταν και ο Άρης…) διατάζει να κατέβουν όλοι κάτω… και βάζει ένα φουρνέλο στα φορτηγά στην Κοριέρα… που την είδαμαν (νοερώς) ακόμα κι από δω…
Τους τραβολόγησαν τους επιβάτες της καρότσας, ώρες κι ώρες στις βουνοκορφές… ξυπόλυτους (είχαν καεί και τα παπούτσια τους ακόμα). Κι η θείτσα μας έκλαιγε το ωραίο σαμαροσκούτινο κίτρινο παλτό της! Το «μπελ – καποτίνο» που το είπαν τα φρατέλια…
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.