ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Ο μπαμπάς κατ’φουρνούσε στο Κουρμανιό – στη μας...

Ο μπάμπας μας ο Τράκης (Δημητράκης), αφού έπαιρνε το μπουκετάκι με τις δημητριές –τα χρυσάνθεμα της εποχής- κατφουρνούσι στο Κουρμανιό – στη μας...
Φόραγε το καλό του «κουτσ’τούμ» που τόλεγε εκείνος, της μέγλας... σεβιότ, εγγλέζικο πάντα. Καπέλο καστόρ βαρύ, με κορδέλα γκρο στο γύρο του μπορ. Παπούτσι πάντα στιβάλ... σαν τα μοντέρνα άρβυλα των νεαρών!.. Παπιγιόν στο λαιμό. Ρολόι με ασημένιο κοστέκ (αλυσίδα).
Ο μπάμπας μας ο Τράκης είναι αυτός που φιγουράρει στις παλιοκαιρίτικες φωτογραφίες στις εφημερίδες. Κι ο μουστακαλής ο άλλος όρθιος, είναι ο θείος Σωτήρης Δεβέκος, ο άντρας της αδερφής του πατέρα μας.
Όλοι της φωτογραφίας είναι... μπακάληδες... η άρχουσα τάξη του τότε! Ήταν οι εισαγωγείς, δεν υπήρχαν αντιπροσωπείες και ευκολίες. Με το Τριέστι (Τεργέστη) είχε δούναι λαβείν ο μπάμπας μας, μ’ έναν οίκο... Μπελβεντέρε... Είδα όλες τις αλλαγές στο εμπόριο και στη μόδα και στον τρόπο διασκέδασης και παντού. «Και με τα τόσα βάσανα, πάλι η ζωή γλυκειά είναι», έλεγαν.
Λοιπόν, όπως σας έλεγα, ο μπάμπας ο Τράκης κατ’φουρνούσε ύστερα από τα τοπικά του Αχ’μαντρειού – της ενορίας του, στη μας (σε μας). Εμείς, τα τσιότσια, καρτερούσαμαν ν’ ακούσουμε το κλειδί στην πόρτα και να βγούμε στην κορφή της σκάλας να τον υποδεχτούμε, να του φιλήσουμε το χέρι και να του πούμε το «εις έτη πολλά!»... Το χρόνια πολλά το σημερινό!.. (όταν γιόρταζαν αγόρια... τους τραβούσαν και τ’ αυτί με το «εις έτη πολλά»... για να μεγαλώσουν...).
Λοιπόν, που λέτε, καρτερούσαμαν τον μπάμπα... για να τον κεράσουμε εμείς, ήταν το δώρο του για τη γιορτή του, που πήγαιναν ως τώρα. Από τη χαρά η μάνα μας είχε στείλει στο φούρνο το νταβά με τα σκουτάκια, τα πλεμόνια, την καρδιά... να καλοτσιγαρστούν κι ύστερα θάριχνε ο Τσαμπαλίκας ο φούρναρης ο μερακλής και φίλος του μπάρμπα μας και το ρύζι την Καρολίνα και θα του τόκανε σπυρωτό, όπως τόθελε εκείνος!
Ύστερα... ύστερα... θα δοκίμαζε το ταψόπλο το θ’κότ’... με το γκανταΐφ, μ’ έν καταδίκ κοκόσιες κι ένα σωρό βούτρο λιωμένο και καλόσιωσο πιασμένο. Θεός σχωρέστον – θάβρισκε πάντα και κάτι στραβό! Τούρκος η μάνα μας...
Κόντευε η ώρα δώδεκα! Έπρεπε ν’ αρχίσουμε τις επισκέψεις. Πρώτα, έπρεπε να φτάκουμε εμείς στο Αχ’μαντρειό, στη Μελετίου Γεωγράφου που ήταν το Τζιαλμακλάτ’κο, για να πούμε το «εις έτη πολλά» στην Κυραμάνα τν’ Αγγιλκούλα και τον πάππη το Γάκη για το γιο τους τον Τακούλη.
Κι ύστερα με σβαρνάγαν σε διάφορους συγγενείς και φίλους... για να μάθω να «φέρνομαι»!

email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.