ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Χρονιάρες μέρες…

- Και του χρόνου, φίλοι μου αγαπημένοι...
Ματάρθαν Χ’στούγιννα. Να τα χαρείτε με την φαμπλιά σας, οι έχοντες φαμπλιές. «Οι μη έχοντες αν θέλουν στην κουσιή κάνουν φαμπλιά! Πάνουν εκεί για στη εκκλησιά ή στο Δημαρχείο με την ή τον και σκόλασε η δ’λειά... Λέω για όσους δεν θέλουν να τελευτήσουν τον βίον τους χωρίς παρέα.
Αν πάλι είστε κατά του... σκλαβώματος... να κι άλλη λύση. Δώστε ένα γερό ποσόν σε οίκο ευγηρίας ή γηροκομείο... Μια ιδέα είναι όλα!
Θα γυρίσω στα χρόνια εκείνα που έβγαινε η ψυχούλα της μαύρης και της άλαλης της νύφης... να κάνουν Χ’στόγεννα με τα αντέτια όλα τους.
Γιόμιζε ο φούρνος του μαχαλά, χαλκοματένιες καζανοκατσαρόλες με το καπάκι, κλεισμένο γύρα-γύρω με ζυμάρι... για να βράσει στο αποφούρνι ο πατσιάς... και το πρωί, στα κρύα μαγειριά με τις φουρνέλις με τα κάρνα να δέρνονται οι μαυρογυναίκες να ευχαριστήσουν τους αφεντάδες που ήταν θρονιασμένοι στο χειμωνιάτ’κο κι έπαιζαν κομπολόι...
Δεν ξέρω τι έκαναν άλλοι. Τα όσα έζησα σας μολογάω. Αυτές οι φουρνέλες... είναι απερίγραφτες και δεν θέλω να θυμάμαι την τυραγνία της μανούλας μου που τάκανε με τα χεράκια της – γιατί η κυρα-μάνα μου η Τζιαλμακλήνα, η κυρ’ Αγγιλκούλα, είχε τη μόνιμη κυρά-Γλυκερία, που τα τοίμαζε όλα... και μαζί μ’ άλλες δυο δουλίτσες που βοηθούσαν.
Βοηθούσα κι εγώ τη μανούλα μου να τα προλάβει όλα... κι ο μπαμπάς να ρωτάει συνέχεια «αργείς;». Βοηθούσα να στουμπανίσω τα σκόρδα με λίγο άλας στο τεράστιο και ασήκωτο γουδί... με το στούμπο που μπορούσες να σκοτώσεις βόδι αν την έτρωγε στο κεφαλάκι του.
Ύστερα, αφού έκανα αλοιφή τα σκόρδα με το αλάτι, τους έριχνα ξύδι από το χωριό. Κι η μάνα μου είχε ψιλοκόψει όλον εκείνο τον αρνίσιο πατσιά και τα ποδαράκια!.. Τόσο τον συχάθηκα που δεν ξανάφαγα πατσιά του κιαρατά!
Η σούπα από παχιά κότα νάναι ξυνή με μπόλικα λεμόνια και καλοβρασμένο το ρύζι... Τα γιαπράκια του κιαρατά με το κομπρολάχανο... Τα τύλιγα όλα η αφεντιά μου... Να τα κάνω μικρούτσ’κα, να τα τυλίξω νοικοκυρεμένα, να τα βάλω σε όμορφες σειρές στην κατσαρόλα τη χαλκοματένια... τη γανωμένη φρέσκια-φρέσκια για το φαγοπότι των γιορτών... και «γάνωμα» λέγαμαν το φρέσκο καλάισμα ...και καλάισμα ήταν... να κάνουν σαν καινούργια την τέντζερη που θάμεινε το φαγητό... να μην δηλητηριαστούμε αν ήταν «αγάνωτη».
Το πρασοσέλινο με τριών λογιών κρέας –αρνίσιο, μ’σκαρίσιο και γρουνίσιο– έπρεπε να σιγοβράζει... να μην τσικνίσει και γένει για πέταμα!
Πέστε μου ήταν ζωή; Ήταν γιορτές; Εκείνο το γκανταΐφ, δεν ήταν γλυκό... ήταν φαρμάκι... να καλοψηθεί... να σιέται στο ταψί... Να πετύχεις το σιορόπι... να μη το ρίξεις απότομα στο τιψί αλλά με την κουτάλα λίγο-λίγο, αρχίζοντας από τις άκρες... να μη λασπώσει!
Πάρτε δρόμους παιδιά μου... σε Κάμπινγκ και Σαλέ.
Και του χρόνου γεροί...
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.