ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Mπαίνουν στις τρύπες τους και τα καλικαντζάρια!..

Πήγε και το Δωδεκαήμερο κι τ’ χρον’ να είμαστι γιροί. Σήμερα είν’ τα Φώτα κι ο Φωτισμός. Ματαλέν τα κάλαντα την παραμονή των Θεοφανείων τα παιδιά. Καλόμαθαν, βλέπετε, από τα Χ’στούγιννα και την Πρωτοχρονιά… Όλο και κάτι θα ματακονομήσουν!
Ας είναι… Κι τ’ χρόν’ νάνετα γερά να τα ματαπούν κι εμείς ζωντανοί, να τα ματακούσουμι. Μπαίνουν και τα καλικαντζάρια στις τρύπες τους… να οργανωθούν πάλι, για τ’ χρόν…
Απ’ τα νηπιακά μου χρόνια έχω τραύματα από τα «Κατσόενα» έτσι τα λεν’ στο χωριό της μάνας μου… και δεν ξέρω κι αν τα λεν έτσι σ’ όλο το Ζαγόρι… Επειδή ήμαν πολύ καλό παιδί (κατ’ ευφημισμόν) και τους έβγαζα την ψυχή, όπου και να με πήγαιναν, γυρνώντας από το γιορτασμό των Θεοφανείων στην Κυρά-Φροσύνη… όπως πάντα, γκάριζα και κλωτσιόμουν – ποιος ξέρει τι ήθελα (ο καψοαδερφός μου ήταν αρνάκι του Θεού…).
Όταν μπήκαμαν στο χαγιάτι του σπιτιού που γεννήθηκα στη Ζαλοκώστα της Κάτω Σιαράβας στον αριθμό 5, μου λέει η καψαρή η μάνα μου για τα «Κατσόενα». «Τώρα να δεις τι θα παθ’ς π’ δεν κάθεσαι φρόν’μα…». Κι αρχίζει ένας χαλασμός στη μπίμ’ τσα (υπόγειο) που ήταν δίπλα στο χαγιάτι της εισόδου. Έπεφταν ταψιά… βάραγαν ντενεκέδες… μούγκριζαν, βόγγαγαν… με αποτέλεσμα ν’ απολίκω τα τσιούσια μου πάνω μου!
Αυτό, εγώ, τόβλεπα, μεγαλώνοντας, και στον ύπνο μου. Ύστερα από χρόνια η κυρά η μάνα μας, μας είπε πως δεν υπάρχουν καλικάντζαροι, πως είναι παραμύθια! Απόρεσα. Της θύμησα τότε που ήρθαν οι καλικάντζαροι και βάραγαν τα ταψιά και τους ντενεκέδες και μούγκριζαν… και… και;
Και τότε έμαθα… πως Κατσόενο είχε γέν’ η μεγάλη πρώτη μου ξαδέρφη που είχε έρθει από το Καπέσοβο εκείνες τις μέρες!.. Στα νηπιακά χρόνια, αρχίν’σαν κι εδώ να κάνουν δώρα – όπως στας Αθήνας! Κάνα τσιουράπι τρουακάρ – κάνα παιγνίδι, κάνα ζαχαρ’κό και τέτοια. Ο πατερούλης μας που μας έντυνε στο «Μπον Μαρσιέ» του Τσιονίδη… δεν μας έπαιρνε ποτέ τόπι… για να μην παίξουμε «φουτ’μπολ» που είχε κακό όνομα!.. Και τώρα; Έχουμε εθνικές ομάδες και πόλεων και χωριών και γειτονιών! Ο κόσμος άλλος. Το Δωδεκάημερο οι βίζδες (επισκέψεις) έδιναν κι έπαιρναν. Γιόρταζαν: οι Χρήστοι, οι Μανώλιδες, οι Στέφοι, οι Φώτ’δες, οι Γιάνν’δις. Γιόρταζαν ανήμερα… και σαράντα μέρες συνέχεια! Τότε εκδικιόταν κι οι καψαρές οι γυναίκες που δεν γιόρταζαν ποτέ! Σαράντα μερούλες ξεκίναγαν πουρνίσιες ή δειλνίσιες για «εις έτη πολλά» από την μια άκρα της πόλης ως την άλλη… όλες μαζί… και να τις συνοδεύει κι ένας άντρας… και να τις ματαγυρνάει ένας άντρας! Πάλι θα σας ρωτήσω... γιορτάζει κανένας στο σπίτι του και στη φωτιά του;
Δουλεύουν τα καλοριφέρ σας; Πόσες ώρες ανάβουν; Χαλασιά σ’ μαγκαλάδα προπολεμική… να φέρνουν τα κάρνα χωνεμένα απ’ όξω απ’ τον οβορό… και να βάνουν και μια λεμονόπετσα πάνω για να μη μιας πιάκουν τα κάρνα δηλαδή… το ανθρακικό οξύ. Αμ’ η πρόοδος δεν τάχει όλα καλά και άγια… Ας ελπίσουμε πως μπήκε καινούργια χρονιά, πιο τυχερή για όλο τον κοσμάκη. Άιντε… να βγει κι ο Γενάρης πούναι όλο γιορτές και να μετρηθεί τ’ ασκέρι… να δούμε που βρισκόμαστε οικονομικώς! Θα σφύξουμε ή θα ξεσφύξουμε το ζωνάρι. Κι τ’ χρόν’ κυρές και κύριοι. Κι τ’ χρόν’ καλύτερα… κι οι ανύπαντροι… παντρεμένοι…
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.