ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

«Με το καλό» να μας έρθ’ κι η Πασκαλιά η Μεγάλ’!
 Αυτή ήταν η ευκή αυτές τις μέρες που περνάμε ως το Πάσχα. Κι η μ’κρή Πασκαλιά… ήταν τα Χριστούγεννα. Σας το λέει κανένας τώρα, αγάπες μου βλαστάρια μας! (Και βλαστάρια λέγαμαν: παιδιά, αγγόνια, δισέγγονα…). Ου ν’κουκύρς μ’ βιάστηκε να την κοπανίσει αλλοιώς θάβλεπε και τρισέγγονο… Η δισεγγονιά μας είναι «κουμπλίτσα ανθισμέν’…». Ευελπιστώ να τα δω… σάμπως θα πάρω καμιανού τα χρόνια;
Πολλά θέλω να σας πω φίλοι μου, να κουβεντιάσω μαζί σας, να κουβεντιάσω με ανθρώπους… έστω και με λίγο ντινουάρ (σάμπως δεν έχω κι εγώ) με λίγο ντινουάρ λέω, κάτι βγαίνει κι από κει. Λοιπόν απ’ λέτε, ας γυρίσουμε στις Άγιες μέρες που διαβαίνουμε και που δεν θέλω να τις θυμάμαι... Πόσες φορές τάχω γράψει... πληγή ανοιχτή, τάχω!.. Μαξούμ ήμαν όταν η Ζαγόρω η μανούλα μ’ (σαν πρώτη θυγατέρα) ήθελε να μου κρεμάσει το τομάρι στο τέμπλι, τούτες τις μέρες που διαβαίνουμε, αλλά και όλο το χρόνο. Τι ετοιμασίες ήταν εκείνες – μωρέ μάτια μ’; Έπρεπε να σιουρμπετωθούν όλα τα δωμάτια κι ο χαλές ακόμα... σαν να μην μπορούσαν κι απόπασχα, να σιουρμπετωθούν και σουρμπέτωμα είναι το βάψιμο των τοίχων και ταβανιών! Οι ντενεκέδες (γκαζοτενεκέδες) με τα λουλούδια έπρεπε ν’ ασβεστωθούν κι αυτοί... Είχε και μια μεσπολιά σ’ ένα μεγάλο βαρέλι και ποτέ δεν φάγαμαν μούσμουλο. Είχε σύρματα χοντρά δεμένα παντού για το άπλωμα των ρούχων και τέμπλες να σηκώνουμε τα σύρματα ψηλά να μη τα φτάνουν και τα τραβούν τα μικρά σκυλιά... για να παίξουν! Όλη τη Σαρακοστή δεν τρώγαμαν κρέας! Μόνο λαδερά φαγιά... κάτι ντοματόρυζα, κάτι γιαχνιά, κάτι φασλάδες και φακές και ρέγγες και τουρσιά κι ελιές.. Μας έσκιζε το ψωμί με ζάχαρη και το τσάι του βουνού παπάρα. Χαλβάδες λογιών-λογιών... Χαλβάς σιμιγδαλένιος στο ντ’γάν με κοκόσιες ή τσίγαλα... που θα πει: με καρύδια ή μύγδαλα!.. Και οι μεσάντρες είχαν ανοίξει κι είχαν αεριστεί τα ρούχα πουρνίσια... πριν τα βαρέσει ήλιος να ξαναμπούν στις μεσάντρες (ντουλάπες εντοιχισμένες...) και να κρεμάσουμε ναφθαλίνες και να βρωμοκοπάν τα ρούχα... και να τα βγάζουμε πάλι να ξεμυρίσουν και να τους βάζουμε βασιλικό στενό! Κι ύδρευση ακόμα να μην υπάρχει... Νερό πόσιμο από τη Ντραμπάτοβα παρακαλώ... Τα Γιαννινάκια μου κάθονται πάνω στα νερά λένε, αλλά μοναχά οι απάνω μαχαλάδες είχαν πόσιμο νερό! Όλα τα σπίτια είχαν πηγάδια... αλλά είχαν και τους χαλέδες από δίπλα τους... και ο λοιμώδης τύφος θέριζε κοσμάκη.
Στο πατρικό του μπαμπά μας είχαν πηγάδι είκοσι οργές βαθύ και χτυπούσε πάνω σε μάρμαρο ο κουβάς όταν τον έριχνε το βαρύ ροδάνι. Κυριακή πρωί πήγε να πιεί καφέ μετά την εκκλησία, ο θείος μας ο Τράκης και πήρε και τον μνηστήρα της θείας Σοφίας. Η θεία έβγαζε νερό και δεν περίμενε και τον γαμπρό χωρίς ειδοποίηση πρώτα! Σαν άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει (είχε μια κουδούνα πάνω απ’ την πόρτα, γύρισε να δει ποιος ήταν. Όταν είδε τον καϋμενο το θείο Σωτήρη, τον μνηστήρα κι εκείνη ήταν ανέτοιμη να υποδεχτεί γαμπρό... αφήνει την χοντρή τριχιά και τρέχει να κρυφτεί στο ματζάτο. Ο κουβάς άρχισε να κατεβαίνει και το ροδάνι να γυρίζει μοναχό του και λαχταράει ο γαμπρός... και μαζεύει κουσιή να φύγει. Μια ζωή το μολογούσαν στο σόι!
Δεν σκόλασα, έχω να σας πω πολλά, ελπίζω να ζήσω ως την άλλη βδομάδα.
Σας ασπάζομαι
η Κυρά Κούλα
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.