ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ...

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΣΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Δεν υπάρχει ανώτερο πράγμα από τις αναμνήσεις!..

Στις ειδήσεις προχθές… «Από τύχη γλύτωσε η Αθήνα το μπλακ άουτ»! Και πρώτα-πρώτα τι είναι αυτό το μπλακ-άουτ… Κι ύστερα-ύστερα, γιατί από τύχη; Αν είναι τόσο τρομερό, να πάμε να πνιγούμε… Εξερευνούμε το στερέωμα και θα μας έτρωγε το μαύρο σκοτάδι την πρωτεύουσα την παινεμένη; Στις ειδήσεις πάλι… Ζευγάρι κοιμόταν… και μπήκαν μαγκάκια!.. και τους ξεβράκωσαν και μη πάει ο νους σας σε σεξουαλικές δουλειές, αλλά σκέτη ληστειούλα… Ίτς μη κλαιν κι ίτς μη σκούζουν, τάθελε ο οργανισμός τους… Άιντε, ένα σκυλί ν’ αρχίσει να γκλαμπανίζει σαν θάκουγε την πόρτα ν’ ανοίγει… είναι μπελιάς. Γιατί δεν έβαζαν συναγερμό; Πού ζεις ρεεε! Ή ίσως είναι δαφημιστικό κολπάκι; Όλα τα βάζει ο νους του ανθρώπου… για την έρμη την προβολή πουλάει μάνα και πατέρα, ο άνθρωπος.
Παιδιά μου, σαν έστρωσε ο καιρός βγήκα κι εγώ να πάρω βαθειές ανάσες και να πιούμε τον καφούλι μας με την κοπέλα που με φροντίζει. Η χαρά των σκυλιών μας δε μολογιέται. Γλύφουν τα χέρια μου και περιμένουν την φρυγανιά τους και ξαπλώνουν στο πλακόστρωτο… Κι εγώ αγναντεύω το Μιτσικέλι και το Περιστέρι και δεν βλέπω στα κάγκελα. Τι λουλούδια κρέμονται… Αλλά και πάλι αποζητάω τα «μέσα» του καθιστικού μας. Πιάνω το πλέξιμο… χωρίς γυαλιά παρακαλώ… Βλέπω τα ίδια και τα ίδια… κι άμα βάζουν κάτι καινούργιο… δεν μ’ αρέσει… δεν το ξέρω! Και το παλιό πάλι… δεν το βλέπω γιατί πλέκω…
Χθες ήταν του Αη-Λιός. Γιόρταζε το χωριό μου… Μπορεί η φαμίλια του πατέρα μου… από μάνα και πατέρα νάναι παμπάλαια Γιαννιώτες, αλλά εμείς θέλαμαν να λέμε πως είμαστε και Καπεσοβίτες!.. Εκεί μας δέχονταν όλο το καλοκαίρι μ’ ανοιχτές αγκαλιές και χορταίναμαν γκιζεριό… Το ξέρετε ποιο είναι το γκιζεριό βέβαια… Δεν αφήναμαν λάκκο για λάκκο να μην τον ανεβοκατέβουμε… ψάχνοντας για φίδια και μπακακαίους (βατράχια…).
Και σαν βράδιαζε κι έκλειναν τα γιδοπρόβατα και τα γελάδια, μας έπαιρναν τα πρωτοξάδερφα στο μεσοχώρι… μ’σουχώρ… κατά την Καπεσοβίτικη λαλιά… Εκεί, αντάμωναν τα νειάτα και έπαιζαν το ερωτικό παιγνίδι με μάτια και λογάκια. Εκεί, βλέπαμαν τους ξενιτεμένους του χωριού πούρχονταν και φέτος να δουν και να τους δουν οι δικοί τους… Εκεί αγναντεύαμαν τ’ αυτοκίνητα που ανηφόριζαν για τη Μπούλτση (Ελάτη) και το Σιομποτσέλι… Εκεί, στο μ’σουχώρ’ περιμέναμαν την ώρα που βασίλευε ο ήλιος… να πέσει μια αχτίδα σ’ ένα μεγάλο σπίτι στο έμπα του Σιουμπουτσελιού και ν’ αστράψει ένα παραθύρι σαν αστραπή… Και σαν τρυγούσε η κυρα-Μάνα το μακρινό αμπέλι κατά τον Οκτώβριο, γυρνούσαμαν στα Γιάννινα μαυρισμένα κι αδύνατα και με χέρια ελεεινά από τις φρέσκες καρύδες που «ράβδιζαν».
Δεν υπάρχει ανώτερο πράγμα από τις αναμνήσεις, άσχημο ή όμορφο… είναι σκέτη η ζωή μας!
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.