ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Τα λεωφορεία ήταν ιδιόκτητα κι έπαιρναν όποιον ήθελαν!..

 Να σας πάω ένα ταξιδάκι στο Ζαγόρι του 1930; Το πρακτορείο ήταν στη στοά Δωδώνη, λίγο πιο πέρα από του Γεωργίου Σταύρου και το Γυαλί Καφενέ, στη γωνία που ανεβαίνει ο δρόμος για το Άλσος... Τα λεωφορεία ήταν ιδιόκτητα... κι έπαιρναν όποιον ήθελαν αυτοί. Αν σ’ είχαν γινάτι επειδή ήσουν... βασιλικός... κι εκείνοι Βενιζελικοί... δεν έβλεπες Ζαγόρι εκείνη την ημέρα. Ίσως ήσουν τυχερός την άλλη που θα ήταν του γούστου τους οι φτωχοί Ζαγορίσιοι... Αν έχαιρες εκτίμησης στον τόπο σου... σου φύσαγαν και τον τόπο... και καθόσον και παρασωφέρ κι ο βοηθός της σακαράκας την έβγαζε ως τους Ασπραγγέλους (Ντοβρά) στο μασπιέ... ανεβοκατεβαίνοντας στο δρόμο για να λέει του οδηγού... πώς να πάρει τη στροφή... «κάνε λίγο πίσω... κάνε λίγο δεξιά μην έρθς απού κάτου... κάνε έτσ’ κάνε αλλιώς...».
Κι ο δρόμος να χωράει μόνο χειράμαξο κι όχι λεωφορείο χωρίς πόρτες!.. Παρά μία μπροστά και μία πίσω!.. Και τα καθίσματα να μη φτάνουν ως το τέλος... γιατί ήταν ο χώρος αποσκευών!.. Και μη φαντασθείτε βαλίτσες... αλλά... καλάθια με ψώνια και ελιές προπαντός. Και τα παραθύρια ανοιχτά για να κατράν και να ξερνάν οι επιβάτες... Ξερνούσαν οι γυναίκες όλες και κατουργιόταν οι ηλικιωμένοι...
Χέζονταν κι αλοίφονταν τα παγανά τα ξεβράκωτα... και γκάνιαζαν (μαύριζαν) από το κλάμα τα φασκιωμένα που δεν μπορούσαν να τα βυζάξουν οι μάνες τους... Τα καθίσματα, ήταν χωρίς πλάτη και στενά, κάνα δυο π’θαμές.
Η μάνα μου φρόντιζε πάντα νάχει λεμονόπετσα στη μύτη της... και στις στροφές και τις μανούβρες έλεγε συνεχώς «μέγα τ’ όνομα της Αγίας Τριάδος!.. Ο δε πατερούλης μας που μας ξεκινούσε... μας έδενε στις μύτες και το στόμα... τουλπάνι!.. Κι έλεγε συνέχεια «ανάθεμα το κωλοχώρτς»... Τελικά παιδιά μου φτάναμαν στη Ντοβρά, στον πλάτανο, στο τέρμα της διαδρομής. Εκεί να βλέπαταν «Φαρ Ουέστ»... Αμερικανικό έργο!.. Να καρτερούν μπλάρια και γομαρέλια κι αγωγιάτες που έρχονταν από τα χωριά να καβαλικέψουν οι πιο εχούμενοι και να φορτώσουν και τα «ειδήσματα» (ψώνια) που έφεραν απ’ τα Γιάννινα!..
Εμάς έρχονταν και ο Χρήστος ο Μασκαντάλς ή η Νικ’ τς Λένς (χήρα απ’ τα 23 της χρονάκια... με τρία παιδόπλα). Και να μας λέει «μωρές... τα μάτια σας δεκατέσσερα». Κι εγώ κρατημένη στο σαμάρι και να θέλω να κοιμηθώ... και σήκωνα το χέρι να δω που ήταν τα δεκατέσσερα μάτια μου... κι εύρισκα μοναχά δυο τζίφλια (μάτια). Κι η μάνα μας πάνω στο μπλαρ κατσ’ζμέν’ γυναικίσια, νάχει και τον αδερφό μου μωρό κοιμισμένο στην αγκαλιά της. Σέρναμαν στα μπλάρια και σακιά με ρούχα για μπάλωμα... θα μας βοήθαγαν όλο το γυναικείο σόι να γυρίσουμε με μπαλωμένα τσουρέπια και βρακιά και σεντόνια... (τάτρωγε η αλυσίβα κι η βαρικίνα στο πλύσιμο... και στο χρόνο ήθελαν μπάλωμα... κι ο μπαμπάς μας γένονταν έξω φρενών)...
Θα συνεχίσω με τις διακοπές του τότε στο Ζαγόρι...
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.