ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

Γράφτηκε από τον/την ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ on . Posted in Με Καλή Πρόθεση

Τώρα το χωριό της μάνας μου δεν έχει ούτε κότα, ούτε κοπριά!..

 Φίλοι μου αγαπημένοι, σας έγραψα το προηγούμενο Σάββατο για το ταξίδι στο Ζαγόρι… Για το τέρμα της διαδρομής στη Ντοβρά, για τους αγωγιάτες που καρτερούσαν να φορτώσουν του κάθε επιβάτη τα ψώνια, να φορτώσουν τα μπλάρια και να τραβήξουν προς διάφορα χωριά του Ζαγοριού… Κεντρικού και Δυτικού. Το Ανατολικό Ζαγόρι εξυπηρετιούνταν από την τρομερή Μπαλντούμα…
Λοιπόν, απ’ λέτε, φτάναμαν καμιά φορά στο Καπέσοβο! Μας περίμενε το σόι όλο στην Παναΐα, στο έμπα του χωριού. Φιλιά, αγκαλιές και κλάμματα πολλάκις.
Διασχίζω την δέκατη δεκαετία μου και ξεχνώ τι έφαγα το μεσημέρι… αλλά γιατί δεν ξεχνώ ποτές εκείνο το δέξιμο κι εκείνη τη στοργή;
Και το παραμικρό θυμάμαι πού το βάζαμε…
Όλους τους ήχους, όλες τις μυρουδιές… Στη μεγάλη σάλα ξυλοστρωμένη με όμορφες σανίδες είχαν στο αστραφερό πάτωμα, στρωμένο ένα μεγάλο στρατιωτικό αντίσκηνο κι απάνω είχαν ένα στρωσίδι παρδαλό… Πάνω στο στρωσίδι έβαζαν το όμορφο σελτέ… όχι αφρολέξ… αλλά με ολόμαλλο διαλεγμένο μαλλί από τα γιδοπρόβατά τους. Σ’ αυτόν τον σελτέ, η κυρα-μανούλα έστρωνε κάτασπρα σεντόνια και μαξιλαροθήκες κάτασπρες και με νταντέλα! (Μήπως βλέπετε σήμερα, δηλαδή τούτον τον καιρό τι σκούρα χρώματα έχουν σεντόνια και μαξιλάρια; Όχι… θα κάτσουν να σκάσουν…).
Αποσταμένα όπως είμασταν δεν καταλαβαίναμαν πώς μας έκλειναν τα μάτια. Χάραζε κι από τα δυο παράθυρα που έβλεπαν στην κάτω αυλή, έρχονταν όλοι εκείνοι οι θόρυβοι που είναι ακόμα στ’ αυτιά, εμένα και της αδερφής μου. Τα κουβεντιάζουμε, κι εκείνη κλαίει το χαζοπούλι. Εμένα δεν μου βγαίνει δάκρυ – ό,τι κλαίω την πρώτη μέρα, ύστερα ζω μ’ όσα μ’ έκαναν ευτυχισμένη…
Θυμάμαι τον καψαρό τον άντρα μου, την αντίρρησή του στον αδελφό της μάνας μου, τον επιθεωρητή Οικονομικών Εφοριών, που σ’ ένα πανηγύρι του χωριού Άη-Λιος που βγήκαμε στο χωριό με καλεσμένους του και επέμενε νάρθει κι ο Κώστας, ο οποίος ήταν ανένδοτος… γιατί θυμόταν το πανηγύρι που πήγε στο χωριό του γαμπρού του από την Εύβοια, από ένα χωριό της Εύβοιας, που δεν τόγραψε ο χάρτης… και κοιμόταν οι καψαροί οι Επισκοπιώτες… πάνω στα φώκια από τα καλαμπόκια τους. Κι είπε κι ο καψαρός ο Κώστας μπροστά στην επιμονή του θειού μου… «καλά θείε θάρθω». Και στο χωριό το βράδυ που φτάσαμαν μου είπε: «Μωρή, τ’ είναι ετούτα δω; Εγώ νόμιζα πως είναι σαν τα γύρω της Λίμνης. Τόνα χειρότερο απ’ τ’ άλλο… και μην κοιτάτε που τώρα είναι όλα «Παρίσια». Ρωτάτε και κανέναν της εποχής εκείνης!
Από τότε, ο άντρας μου, το χωριό της πεθεράς του… τόκανε και δικό του και δέχονταν και φιλοξενούσε όλα τα σόια του… Και τώρα, το χωριό της μάνας μου δεν έχει ούτε ένα ζωντανό στα μαντρειά του, ούτε μια κότα, ούτε μια κοπριά να σκουπίσουν το απόγευμα του Σαββάτου από τα σοκάκια του… Βγαίνουν για Σαββατοκύριακο ή διακοπές κι έρχονται τα πάντα για το ψυγείο. Τότε τα κελάρια έκαναν αυτή τη δουλειά…
Θα τα ξαναπούμε…
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.