Αποφασισμένοι να ζήσουν ελεύθεροι ή να πεθάνουν οι Αγωνιστές του ’21!

on .

Διακήρυξη λέγεται η επίσημη διατύπωση και αναγγελία βαρυσήμαντων εθνικών ή διεθνών αποφάσεων. Έτσι, οι πρόγονοί μας του 1821, όταν πήραν την απόφαση να αποτινάξουν τον βάρβαρο ζυγό της δουλείας και να ελευθερωθούν ή να πεθάνουν, η πρώτη τους ενέργεια ήταν να καταστήσουν γνωστή την απόφασή τους αυτή σε εχθρούς και φίλους. Στην αρχή έχουμε τοπικά Συμβούλια και Επιτροπές και στη συνέχεια τις Εθνοσυνελεύσεις.
Στις 24 Μαρτίου 1821 ήρθαν από την Αγία Λαύρα στην πόλη των Πατρών αρκετοί οπλαρχηγοί μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Γερμανό, κατευθύνθηκαν προς την πλατεία Αγίου Γεωργίου, όπου ο Γερμανός έστησε μεγάλον ξύλινον σταυρόν. Εκεί έτρεχαν όλοι, άπλωναν το χέρι τους ακουμπώντας το στον Σταυρό και ορκίζονταν με τις λέξεις: «Ελευθερία ή θάνατος». Αμέσως ασπάζονταν ο ένας τον άλλον με τα λόγια: «Καλή Ανάσταση, παιδιά»!
Δίπλα στο Σταυρό εξακολουθούσε να στέκεται ο Αρχιεπίσκοπος Γερμανός και ευλογούσε κάθε ορκιζόμενον. Εσχημάτισαν επιτροπήν, την οποίαν ονόμασαν «Επαναστατικόν Διευθυντήριον». Η πρώτη πράξη του Διευθυντηρίου των Πατρών ήταν η σύνταξη διακήρυξης της ελληνικής επανάστασης προς τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Το έγγραφο αυτό συνέταξε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Επιδόθηκε σε κάθε έναν χωριστά στους προξένους των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.
«Ημείς, το Ελληνικόν Έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει τον όλεθρον εναντίον μας, πότε μ’ έναν και πότε μ’ άλλον τρόπον, αποφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν. Και τούτου ένεκα, βαστούμε τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δικαιώματά μας. Όντες, λοιπόν, βέβαιοι ότι όλα τα Χριστιανικά Βασίλεια γνωρίζουν τα δίκαιά μας και όχι μόνον δεν θέλουν μας εναντιωθή, αλλά και θέλουν μας συνδράμει και ότι έχουν εις την μνήμην ότι οι ένδοξοι πρόγονοί μας εφάνησάν ποτέ ωφέλιμοι εις την ανθρωπότητα, διά τούτο ειδοποιούμεν την Εκλαμπρότητά σας και σας παρακαλούμεν να προσπαθήσετε να είμεθα υπό την εύνοιαν και προστασίαν του μεγάλου τούτου κράτους».
Την επαναστατικήν αυτήν διακήρυξιν υπέγραψαν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Κερνίτσης Προκόπιος, ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Ανδρέας Λόντος, ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος και Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος.
Σχεδόν συγχρόνως ανάλογα γεγονότα συνέβαιναν στο άλλο άκρο της Πελοποννήσου, στην Καλαμάτα. Από τις 23 Μαρτίου πολλοί οπλαρχηγοί άρχισαν να φθάνουν στην πόλη. Ο Πετρόμπεης με δύο χιλιάδες ενόπλους, ως αρχιστράτηγος των «σπαρτιατικών δυνάμεων».
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης εγκαταστάθηκε μέσα στην πόλη της Καλαμάτας και συγκρότησε επαναστατική επιτροπή, την οποία ονόμασε Μεσσηνιακή Γερουσία. Την επομένη εκοινοποίησε προς τις Μεγάλες Δυνάμεις την ακόλουθη προκήρυξη:
«Προκήρυξις προς τας ευρωπαϊκάς Αυλάς εκ μέρους του φιλογενούς Αρχιστρατήγου των Σπαρτιατικών στρατευμάτων Πέτρου Μαυρομιχάλη και της Μεσσηνιακής Γερουσίας της Εν Καλαμάτα.
Ο ανυπόφορος ζυγός της οθωμανικής τυραννίας εις το διάστημα ενός και επέκεινα αιώνος, κατήντησεν εις μίαν ακμήν, ώστε να μη μείνη άλλο εις τους δυστυχείς Πελοποννησίους Γραικούς ειμή μόνον φωνή και αυτή διά να ωθή κυρίως τους κρυφίους αναστεναγμούς των. Εις τοιαύτην όντες αθλίαν κατάστασιν, στερημένοι από όλα τα δίκαιά μας, με μίαν γνώμην ομοφώνως απεφασίσαμεν να λάβωμεν τα όπλα και να ορμήσωμεν κατά των τυράνων.
Πάσα προς αλλήλους φατρία και διχόνοια, ως καρποί της τυραννίας, απερρίφθησαν εις τον βυθόν της λήθης και άπαντες πνέομεν πνοήν ελευθερίας. Αι χείρες μας, αι οποίαι ήσαν δεδεμέναι μέχρι του νυν από τας σιδηράς αλύσους της βαρβαρικής τυραννίας, ελύθησαν ήδη και έλαβον τα όπλα κατά των τυράννων. Οι πόδες μας, οι περιπατούντες εν νυκτί και ημέρα εις τας εναγκαρεύσεις της ασπλαχνίας, τρέχουν εις απόκτησιν των δικαιωμάτων μας. Η κεφαλή μας, η κλίνουσα τον αυχένα υπό τον σκληρόν ζυγόν, τον απετίναξεν ήδη και άλλο δεν φρονεί ειμή την ελευθερίαν της. Η γλώσσα μας, η αδυνατούσα να προφέρη λόγον εκτός των ανωφελών παρακλήσεων προς εξιλέωσιν των τυράννων, κράζει τώρα μεγαλοφώνως και κάμνει να αντηχή ο αήρ το γλυκύτατον όνομα της ελευθερίας. Εν ενί λόγω, απεφασίσαμεν ή να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνωμεν.
Διό παρακαλούμεν την συνδρομήν όλων των εξευγενισμένων ευρωπαϊκών γενεών, ώστε να δυνηθώμεν να φθάσωμεν ταχύτερον εις τον ιερόν και δίκαιον σκοπόν μας και να λάβωμεν τα δίκαιά μας και ν’ αναστήσωμεν το ταλαιπωρημένον ελληνικόν γένος μας…
Δικαίω τω λόγω η μητέρα μας Ελλάς, εκ της οποίας και σεις εφωτίσθητε, απαιτεί όσον τάχιστα την φιλάνθρωπον συνδρομήν σας και διά χρημάτων και διά όπλων και διά συμβουλών, των οποίων είμεθα ευέλπιδες ότι θέλει αξιωθώμεν και ημείς θέλομεν σας ομολογεί άκραν υποχρέωσιν και εν καιρώ θέλομεν δείξει και πραγματικώς την υπέρ της συνδρομής σας ευγνωμοσύνην μας.
Εν τω Σπαρτιατικώ στρατοπέδω της Καλαμάτας
Τη 25 Μαρτίου 1821
Πέτρος Μαυρομιχάλης
Ηγεμών και Αρχιστράτηγος
Και η Μεσσηνιακή Γερουσία εν Καλαμάτα.
Ο Πετρόμπεης έστειλε την προκήρυξη αυτή, προς τον Κοραή, στο Παρίσι, για να την στείλει εκείνος –όπως και έπραξε- προς τον Αμερικανό φιλέλληνα Έντουαρτ Έβερετ καθηγητή, τότε της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο Χάρβαρντ.
Η διακήρυξη αυτή αποτελεί ένα θαυμαστό για την εποχή εκείνη γραπτό μνημείο. Ανταποκρίνεται στο πνεύμα της επανάστασης με τον υψηλότερο τόνο και εκφράζει τις έννοιες της ελευθερίας και τη δραματική αποφασιστικότητα των Ελλήνων του Εικοσιένα με λυρισμό που αποκαλύπτει πνευματική καλλιέργεια.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1821 άρχισε τις εργασίες της η Πρώτη των Ελλήνων Εθνοσυνέλευση που ονομάστηκε «Συνέλευσις της Επιδαύρου».
Την 1η Ιανουαρίου 1822 η Συνέλευση αυτή εξέδωκε πανηγυρικόν κήρυγμα της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Λαού, το εξής: «Εν ονόματι της Αγίας και αδιαιρέτου Τριάδος: Το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη το βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας κηρύττει σήμερον διά των νομίμων παραστατών του, εις εθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Η διακήρυξη αυτή δίνει απάντηση «Προς πάσαν κατεύθυνσιν» κυρίως σ’ εκείνους τους καινοφανείς αστέρες που βλέπουν ιδανική τη ζωή των ραγιάδων στον οθωμανικό ζυγό…
Κατόπιν η Συνέλευση εψήφισε το πρώτο Ελληνικόν Σύνταγμα, το Προσωρινόν Πολίτευμα της Επιδαύρου, όπως ονομάσθηκε. Την 15η Ιανουαρίου 1822 εκδόθηκε η ακόλουθη διακήρυξη της Εθνικής Συνέλευσης:
«Απόγονοι του σοφού και φιλανθρώπου Έθνους των Ελλήνων, σύγχρονοι των νυν Πεφωτισμένων και ευνομουμένων της Ευρώπης λαών και θεαταί των καλών, τα οποία ούτοι υπό την αδιάρρηκτον των νόμων αιγίδα απολαμβάνουσι, ήτο αδύνατον πλέον να υποφέρωμεν μέχρις αναλγησίας και ευηθείας την σκληράν του Οθωμανικού Κράτους μάστιγα, ήτις ήδη τέσσαρας περίπου αιώνας επάταξε τας κεφαλάς ημών και αντί του λόγου, την θέλησιν ως νόμον γνωρίζουσα, διώκει και διέταττε τα πάντα δεσποτικώς και αυτογνωμόνως. Μετά μακράν δουλείαν ηναγκάσθημεν τέλος πάντων να λάβωμεν τα όπλα εις χείρας και να εκδικήσωμεν εαυτούς και την πατρίδα ημών από μίαν τοιαύτην φρικτήν και ως προς την αρχήν αυτής άδικον τυραννίαν, ήτις ουδεμίαν άλλην είχεν ομοίαν, ή καν δυναμένην οπωσούν μετ’ αυτής να παραβληθή δειναστείαν.
Ο κατά των Τούρκων πόλεμος ημών, μακράν του να στηρίζεται εις αρχάς τινας δημαγωγικάς και στασιώδεις ή ιδιωφελείς μέρους τινός του σύμπαντος Ελληνικού Έθνους σκοπούς, είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός, πόλεμος του οποίου η μόνη αιτία είναι η αντάκτησις των δικαίων της προσωπικής ημών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της τιμής, τα οποία ενώ σήμερον όλοι οι ευνομούμενοι και γειτονικοί λαοί της Ευρώπης τα χαίρονται, από ημάς μόνον η σκληρά και απαραδειγμάτιστος των Οθωμανών τυραννία επροσπάθησε με βίαν να αφαιρέση και εντός του στήθους ημών να τα πνίξη.
Είχομεν ημείς τάχα ολιώτερον παρά τα λοιπά έθνη λόγον διά να στερηθώμεν εκείνων των δικαίων, ή είμεθα φύσεως κατωτέρας και αχρειεστέρας και να νομιζώμεθα ανάξιοι αυτών και καταδικασμένοι εις αιώνιον δουλείαν, να έρπωμεν ως κτήνη και αυτόματα εις την άλογον θέλησιν ενός απηνούς τυράννου, όστις ληστρικώς και άνευ τινός συνθήκης ήλθε μακρόθεν να μας καθυποτάξη; Δίκαια, τα οποία η φύσις ενέσπειρε βαθέως εις την καρδίαν των ανθρώπων και τα οποία οι νόμοι, σύμφωνοι με την φύσιν, καθιέρωσαν όχι τριών ή τεσσάρων, αλλά και χιλίων και μυρίων αιώνων τυραννία δεν δύναται να εξαλείψη. Και αν η βία ή η ισχύς προς καιρόν τα καταπλακώση θα αναδείξη οία και πρότερον και απ’ αιώνων ήσαν, δίκαια τέλος πάντων, τα οποία δεν επαύσαμεν με τα όπλα να υπερασπιζώμεθα εντός της Ελλάδος, όπως οι καιροί και οι περιστάσεις επέτρεπον.
Από τοιαύτας αρχάς των φυσικών δικαίων ορμώμενοι και θέλοντες να εξομοιωθώμεν με τους λοιπούς συναδέλφους μας, Ευρωπαίους Χριστιανούς, εκινήσαμεν τον πόλεμον κατά των Τούρκων, μάλλον δε τους κατά μέρος πολέμους ενώσαντες, ομοθυμαδόν εκστρατεύσαντες, αποφασίσαντες ή να επιτύχωμεν τον σκοπόν μας και να διοικηθώμεν με νόμους δικαίους, ή να χαθώμεν εξ ολοκλήρου, κρίνοντες ανάξιον να ζώμεν πλέον ημείς οι απόγονοι του Περικλέους εκείνου Έθνους των Ελλήνων υπό δουλείαν τοιαύτην, ιδίαν μάλλον των αλόγων ζώων, παρά των λογικών όντων.
Δέκα μήνες ήδη παρήλθον αφού αρχίσαμεν να τρέχωμεν τούτο το στάδιον του εθνικού πολέμου. Ο Ύψιστος Θεός μας βοήθησε καίτοι όχι ικανά προπαρασκευασμένους, εις το τοιούτον μέγα τω όντι επιχείρημα. Τα όπλα μας εφάνησαν πολλαχού νικηφόρα, πλην και πολλαχού εύρον και ευρίσκουσιν αντίστασιν όχι μικράν. Περιστάσεις εναντίαι μας απήντησαν και ταύτας να εξομαλύνωμεν έως ώρας ενασχολούμεθα. Όθεν δεν πρέπει να φανή παράξενον αν μέχρι τούδε ανεβάλομεν την πολιτικήν της πατρίδος μας διάταξιν, αν δεν επροφθάσαμεν να κηρύξωμεν την ανεξαρτησίαν ημών και να αναφανώμεν ως Έθνος ενώπιον πάντων των ευνομουμένων λαών και πάσης της Οικουμένης. Πριν περί της φυσικής ημών υπάρξεως οπωσούν βεβαιωθώμεν, ήτον αδύνατον να σκευθώμεν και περί της πολιτικής (οργανώσεως του Κράτους).
Ήδη δε, ότε αι εναντίαι περιστάσεις ήρχισαν να εξομαλίζωνται, απεφασίσαμεν ή μάλλον ηναγκάσθημεν να οργανίσωμεν και Σύνταγμα Πολιτικόν της Ελλάδος. Εν Εθνική Συνελεύσει εδημιουργήσαμεν τα συνιστώντα την Διοίκησιν δύο σώματα. Το εκτελεστικόν και το βουλευτικόν, από τα οποία διορίζεται και το δικαστικόν, ανεξάρτητον όμως από εκείνα διόλου…».
Εν Επιδαύρω την 15ην Ιανουαρίου Α’ της Ανεξαρτησίας 1822.
Παρουσίασα στο πρωτότυπο, όπως ακριβώς συνέταξαν και κοινοποίησαν τις διακηρύξεις τους οι πρωταγωνιστές της Μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Έτσι, έχουμε «από πρώτο χέρι» τις ιδέες και τους στόχους των επαναστατών. Ο στόχος ήταν ένας και μοναδικός: Η ανάκτηση της ελευθερίας και η απαλλαγή από την φρικώδη οθωμανική τυραννία.
Οι διάφορες θεωρίες που ακούγονται είναι το «περιτύλιγμα», που χρησιμοποιούν κάποιοι για να καλύψουν τις ιδεοληψίες τους…
Ο υπέροχος Μακρυγιάννης είναι σαφέστατος, όταν γράφει: «Πατρίς, να μακαρίζης γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν διά σένα να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθής άλλη μίαν φορά ελεύθερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογον των εθνών».
Αυτή ήταν η αλήθεια. Όλα τα άλλα εξυπηρετούν αλλότριους σκοπούς.