Εγκληματική η «μετάλλαξη» της ελληνορθόδοξης παράδοσης!

on .

Ο άνθρωπος, ως γνωστόν, θυσιάζεται σήμερα στο βωμό του μαμωνά, στη χρηματολατρία και στο υλιστικό πνεύμα της εποχής μας. Έχασε την αξία του και αντιμετωπίζεται ως οικονομική μονάδα. Χρειάζεται μόνο για αγορά και κατανάλωση υλικών αγαθών.
Η φύση γενικά εκ-βιάζεται και παρα-βιάζεται. Μπήκε στην υπηρεσία του γρήγορου και ανεξέλεγκτου καταναλωτισμού. Εκβιάζεται με διάφορα μέσα (βλαπτικά για την υγεία του ανθρώπου), προκειμένου να αποδώσει σύντομα καρπούς (τεχνητή ωρίμανση) και φαινομενικά να είναι δήθεν καλύτερης ποιότητας (μετάλλαξη ντομάτας, καρπουζιών κ.λπ.). Όλα όμως αυτά είναι ανθυγιεινά και επιβλαβή για την υγεία του ανθρώπου.
Είναι βέβαιο, ότι από την τακτική αυτή του ανθρώπου, και τη μόλυνση γενικά του περιβάλλοντος, προέρχονται πολλές ασθένειες και μάλιστα θανατηφόρες οι περισσότερες. Αυτές είναι οι αρνητικές συνέπειες των μεταλλαγμένων προϊόντων, με τα οποία αναγκαστικά τρέφεται ο άνθρωπος, και χωρίς να το γνωρίζει ή μάλλον το έχει καταλάβει (δεν μπορεί όμως να κάνει και αλλιώς), ότι με τη διατροφή αυτή «σκάβει το λάκκο του».
Δυστυχώς όμως το πνεύμα της «μετάλλαξης» πέρασε και στον πολιτισμικό μας χώρο. Έχει επηρεάσει και «μεταλλάξει» τα ήθη και τα έθιμα του λαού μας και γενικά την ελληνορθόδοξη παράδοση. Έχουν αποδυναμώσει αυτή την αντίσταση και το ανάχωμα απέναντι στην παγκοσμιοποίηση. Γιατί, παράδοση δε σημαίνει κάτι το παρωχημένο και συντηρητικό, αλλά πρόοδος, δημιουργία και αντίσταση. Γι’ αυτό και την εχθρεύονται και θέλουν την κατάργησή της όσοι απεργάζονται το κακό και την εξαφάνιση του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Επίκαιρη είναι η σοφή ρήση του Γέρου του Μοριά (Θ. Κολοκοτρώνη) που είπε: Τα παιδιά πετροβολούν τις καρυδιές που έχουν καρύδια. Πετροβολούν λοιπόν οι ανθελληνικές και αντιχριστιανικές δυνάμεις την ελληνορθόδοξη παράδοση, γιατί τους ενοχλεί, τους μπαίνει εμπόδιο στα σατανικά και καταστροφικά σχέδιά τους. Το ομολόγησε πρόσφατα μια Ελβετίδα καθηγήτρια μη ανεχόμενη την αλήθεια ότι όλα (επιστήμες κ.λπ.) τα έχουν επινοήσει, ερευνήσει και διδάξει οι Έλληνες!
Να τι έγραψε: «… Δεν αγαπώ τους Έλληνες, γιατί πάντα τους έβρισκα μπροστά μου. … Από τα πρώτα μαθητικά μου χρόνια αισθάνθηκα προσβεβλημένη απ’ όσα στα Μαθηματικά μού είπε ο δάσκαλός μου, γιατί δεν άκουσα παρά για κάποιον Θαλή, … Ευκλείδη, αρχαίους Έλληνες μαθηματικούς, που κανείς μέχρι σήμερα δεν ξεπέρασε τα θεωρήματα και τα πορίσματά τους. Τα ίδια άκουσα και στο μάθημα της Φυσικής˙ κι εδώ πρώτοι οι Έλληνες πειραματίστηκαν … Από τους καθηγητές Φιλολογίας άκουσα πως πρώτοι οι Έλληνες σοφοί κατανόησαν τον λόγο και δώσαν νόημα στις προτάσεις και συνέθεσαν αυτόν σε πλήρη σύνταξη… Ανάπτυξαν την Αρχιτεκτονική, τη Γλυπτική και τόσα πολλά που ο νους μου δεν τα χώρεσε… Ένιωσα έτσι χωρίς να καταλάβω πως εγώ μια Ελβετίδα δεν είμαι τίποτα μπροστά στους Έλληνες. Ένιωσα προσβεβλημένη, μικρή, ταπεινή… Γι’ αυτό δεν αγαπώ τους Έλληνες…» (Ευαγγ. Μιχ. Κολιάκη, Τι είναι η πατρίδα μας…, «Πρωϊνός Λόγος», 14-15/7/2018, σελ. 4).
Ξέρουν ότι η ελληνορθόδοξη παράδοση (ήθη, έθιμα και γιορτές του λαού μας) είναι ανθεκτικός και ισχυρός αντίπαλός τους. Δυστυχώς όμως πολεμάται και εκ των έσω˙ από μας τους ίδιους τους Έλληνες και Χριστιανούς. Πώς; Με την περιφρόνηση, την αδιαφορία, την άγνοια, αλλά κυρίως με την παραποίηση, με την αλλοίωσή της και με τη «μετάλλαξή» της.
Πάντα το ελληνικό παραδοσιακό πανηγύρι ήταν δεμένο με μια εκκλησιαστική γιορτή, αλλά και ο χώρος στον οποίο πανηγυρίζουμε ήταν το προαύλιο των ιερών ναών. Οι πρόγονοι, που μας τα κληροδότησαν, ποτέ δεν πανηγύριζαν αλειτούργητοι. Το καλοκαίρι ιδιαίτερα είναι πολλά τα θρησκευτικά πανηγύρια, και πρέπει να στήνονται γύρω από τη μνήμη κάποιου Αγίου (λ.χ. Παντελεήμονα, Αϊ-Λιά κ.ά.) ή των μεγάλων εορτών του Σωτήρος και της Παναγίας. Είναι λυπηρό όμως αυτό που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια από πολλούς και σε κάποια χωριά: Ενώ μιλάνε για θρησκευτικό πανηγύρι του χωριού τους, στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Έχει καταντήσει σε «αντάμωμα» χωριανών και φίλων στο πλησιέστερο Σαββατοκύριακο, για να φάνε, να πιούν και να διασκεδάσουν μόνο και μόνο. Λαϊκά το λέμε, ότι γίνεται ένα «ζιαφέτι». Δικαίωμά τους να το κάνουν, αλλά να μη λένε ότι «έχουμε το παραδοσιακό μας θρησκευτικό πανηγύρι», αφού έχει γίνει ήδη η χρονική μετάθεση, η «μετάλλαξη» και η εμπορευματοποίησή του!
Στις μέρες μας, σε πολλά χωριά, «το κέντρο βάρους του πανηγυριού μετατοπίσθηκε προς μία κοσμική κατεύθυνση, και πια οι περισσότεροι δεν νιώθουμε την ανάγκη να πανηγυρίζουμε λειτουργημένοι, κι αν ξεκινούμε το πανηγύρι πριν από τη γιορτή, αυτό σημαίνει πως κάτι έχει χαλάσει μέσα μας˙ η ταυτότητά μας, η ψυχή μας έχει υποστεί κάποιαν αλλοίωση» (Λάμπρου Τσιάρα, «Οι γιορτές και τα πανηγύρια του καλοκαιριού», στο περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία», Ιούλιος 2018, σελ. 16).
Σε πολλές περιπτώσεις έχει αποκοπεί το παραδοσιακό πανηγύρι από το «πανηγύρι» που τελείται πρωτίστως μέσα στην εκκλησία, όταν γιορτάζεται η μνήμη του Αγίου ή κάποια δεσποτική και θεομητορική εορτή, και κατόπιν θα έπρεπε να συνεχιστεί έξω απ’ αυτήν με παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια και αυθεντικούς ελληνικούς χορούς.
Κάθε γιορτή έχει έναν σκοπό: τη συνάντηση με το Θεό, τους αγίους αλλά και με τους συνανθρώπους μας. Έχει δηλαδή βαθιά υπαρξιακή, πνευματική, ψυχολογική αλλά και ηθικοκοινωνική σημασία. Είναι μια συνάντηση με τη ζωή και την αγιότητα αγίων προσώπων, που αγωνίστηκαν στη ζωή και πήγαν κόντρα στο ρεύμα των παθών και της φθοράς˙ είναι μια συνάντηση με το ιστορικό παρελθόν και παρόν της Εκκλησίας. Αλλ’ έχουν τα πανηγύρια και την εθνικοϊστορική τους σημασία. Θυμίζουν σ’ όλους μας, ότι επί τουρκοκρατίας ήταν μια ανύποπτη για τους δυνάστες συνάντηση και συνεννόηση για το πώς θα οργανωθούν, για να αποτινάξουν τον τούρκικο ζυγό και να ανακτήσουν την ελευθερία τους.
Οι ελληνικοί χοροί με την αυθεντική μουσική μας παράδοση είναι συνιστώσες της ελληνικής παράδοσης και αποτελούν γενικότερα μέρος της ελληνικής ιστορίας και του λαϊκού μας πολιτισμού. Δυστυχώς όμως σήμερα, όσον αφορά τη μουσική και χορευτική μας παράδοση και την ερμηνευτική απόδοση των δημοτικών ασμάτων, συντελείται μια παραχάραξη, παραποίηση (για να μην πούμε, κακοποίηση), «άνευ οίκτου». Ευτυχώς υπάρχουν και οι εξαιρέσεις των γνήσιων και αυθεντικών παραδοσιακών τραγουδιστών, ως άλλη μαγιά των παραδοσιακών τραγουδιών (λ.χ. Σιάτρας, Κυρίτσης, Παπακώστας, Πατσούρας, Κούρτης και αρκετοί άλλοι). Πολύ εύστοχα ο τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας Ιωάννινων «Πρωϊνός Λόγος», Γιάννης Τσόδουλος, ιατρός, επισημαίνει: «Ακούς τραγούδια και λες, τι είναι αυτά; … Και ο χορός; Να γελάει ο κάθε πικραμένος. Στον ίδιο σκοπό και στο ίδιο μοτίβο, δεν αλλάζει τίποτε, δεν υπάρχει αρχή και τέλος» («Πού πήγε η αυθεντική μουσική μας παράδοση;» 28-7-2017, σελ. 7). Δεν γενικεύουμε βέβαια τα πράγματα, γιατί υπάρχουν ακόμα και περιοχές (λ.χ. Μετσόβου, Ζαγορίου, Πωγωνίου και Τζουμέρκων), που αντιστέκονται και «επιμένουν ελληνικά».
Τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν και άλλου είδους «γιορτές» (της προβατίνας, της σαρδέλας, της πίτας, του δάσους κ.ά.), οι οποίες, είτε εκούσια είτε ακούσια, θέτουν εκποδών τα παραδοσιακά μας πανηγύρια ή τουλάχιστον άθελά τους μειώνουν το κύρος και την επιτυχία τους.
Κλείνουμε το σημείωμά μας αυτό με τον αντίποδα λόγο, που αναφέρεται στην αξία και σημασία των ηθών και των εθίμων και των γιορτών του λαού μας, και είναι του αείμνηστου καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ιωάννη Ν. Ξηροτύρη (1900-2004). Να τι μας λέγει: «Εκτός από τους γραπτούς νόμους έχομε και τους άγραφους, τα ήθη και τα έθιμα. Κανόνες ζωής μιας κοινωνίας, ενός λαού. Αυτά απευθύνονται κυρίως στο σύνολο… Κοινότητα και κοινωνία ανθρώπων δεν μπορεί να νοηθεί, χωρίς την τάξη, χωρίς τους άγραφους νόμους της ζωής της. Αυτοί οι άγραφοι νόμοι έχουν βαθιά τις ρίζες τους στον άνθρωπο, αποτελούν την παράδοση. Συνδέουν το χτες με το σήμερα, εναρμονίζουν το παρόν με το παρελθόν… Κανένας λαός δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την παράδοση… Ό,τι είναι η μνήμη για τον άνθρωπο είναι η παράδοση για ένα λαό, αυτή είναι η μνήμη του… Η ψυχή του ανθρώπου, είπαν, έχει ανάγκη να ενωθεί με τις αδερφάδες της ψυχές και να γιορτάσει. Με τις γιορτές ανοίγουν οι καρδιές μας κι ένα πνεύμα κοινό, ομαδικό, εξουσιάζει όλα… Εσωτερικά συναισθανόμαστε τους άλλους πιο κοντά μας, συναισθήματα αγάπης ξεχειλίζουν, και εξωτερικά εκφράζεται αυτό το ιδιαίτερο στην εμφάνισή μας, στα καινούρια μας φορέματα, στην αλλαγή της στάσης μας». Περιττεύουν τα σχόλια. Ας συνέλθουμε, ας αναδιπλωθούμε τώρα, αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως ελληνική κοινωνία, ως έθνος, και για να έχουμε «την χαρά πεπληρωμένη» (Α΄ Ιωάν. 1, 4).
ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΛΟΥΚΑΣ